Για τα εγγενή προβλήματα της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, ευθύνεται μεγάλο φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, με προεκτάσεις και σε αυτές της αλλοδαπής. Οι τεράστιες ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος, η συνήθης αδιαφορία πολλών πολιτικών, οι στρατιές των απογοητευμένων και αποπροσανατολισμένων πολιτών, είναι ανάμεσα στα βασικότερα αίτια. Σε πείσμα των καιρών, μαζί με πολλούς φορείς που έχουν καταφέρει να υφίστανται και να παραμένουν όρθιοι, η Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος δίνει πολυετείς μάχες για τη διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς, και, όπως είναι φυσικό, εστιάζει στα παλαιοανθρωπολογικά οστεολογικά υπολείμματα, των απώτερων έως πιο πρόσφατων προγόνων.
Όπως σε όλα τα κοινωνικά θέματα, ποικίλη επιρροή ασκούν οι Νόμοι, όσο και τα πρόσωπα που στελεχώνουν περισσότερο ή λιγότερο αξιοκρατικά τους φορείς. Καθώς όμως είναι ευθύνη όλων των πολιτών να συμβάλλουν στη βελτίωση των ανωτέρω, σε αυτό το πλαίσιο δημοσιοποιείται το παρόν.
Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, ο πρώτη προσπάθεια κωδικοποίησης έγινε με το νόμο 5351 «Περί αρχαιοτήτων» (ΦEK 275/A'/24.8.1932) και αφορούσε την προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων, προσδιορίζοντας ως τέτοια οποιαδήποτε έργα των χειρών του ανθρώπου. (Πρβλ. επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠ.ΠΟ. - www.culture.gr/Ταυτότητα/Νόμοι/Ανασκαφές, όπου καταχωρούνται με τη μέριμνα του Δρα αρχαιολόγου Πάντου Πάντου εδάφια των Νόμων που παρατίθενται στο παρόν υπόμνημα).
Το ίδιο έτος (1932) ψηφίστηκε ο Νόμος 5343 «Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών» (ΦΕΚ 86/A'/23.3.1932, που ισχύει μέχρι σήμερα), και αφορά τα σπονδυλωτά παλαιοντολογικά ευρήματα. Αξίζει να παρατεθεί για περαιτέρω σχολιασμό αυτούσιο το σχετικό αρθρο 307:
«1. Προς ενέργειαν παλαιοντολογικών ανασκαφών απολελιθωμένων σπονδυλοζώων απαιτείται άδεια της Εφορείας του Εθνικού Φυσιογνωστικού Μουσείου, χορηγουμένη μετά προτάσιν του Διευθυντού του Παλαιοντολογικού Μουσείου. Τα της εποπτείας των ανασκαφών, των μή γινομένων υπό του Διευθυντού του Παλαιοντολογικού Μουσείου, κανονίζονται δια Διατάγματος εκδιδομένου μετά πρότασιν της Εφορείας του Εθνικού Φυσιογνωστικού Μουσείου.
2. Τα ευρήματα των ανασκαφών κατατίθενται εις το Εθνικόν Φυσιογνωστικόν Μουσείον, εκ δε των πολλαπλών δύνανται να χορηγώνται εις τον ενεργήσαντα τας ανασκαφάς αλλοδαπόν ανά έν εξ εκάστου είδους μετ' έγκρισιν του Υπουργού, λαμβανομένην μετά πρότασιν της Εφορείας».
Από
όσο είναι γνωστό, ακόμα και από τα υπάρχοντα σχολικά βιβλία, το 1932 δεν είχαμε
κάποια κατοχή. Πώς μπορεί να ψηφίστηκε και να παραμένει εν
ισχύ ένας τόσο ξενοδουλοπρεπής Νόμος, που να χαρίζει παλαιοντολογικά ευρήματα
σε αλλοδαπούς, αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα «μυστήρια» του
νομοθετικού μας συστήματος. Η περίπτωση αυτή δυστυχώς δεν είναι η μόνη, που
ταυτόχρονα δείχνει πόσο μπορούν τα ξένα συμφέροντα να επηρεάζουν, μεταξύ άλλων,
τα θέματα της πολιτισμικής κληρονομιάς. Άλλο ζήτημα τώρα πως αυτές τους οι
πρακτικές ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα βλάπτουν τα συμφέροντα όλων, ακόμα
και τα δικά τους.
Έτσι, με βάση τους παραπάνω Νόμους, δεν προστατεύτηκε ούτε το σύνολο των παλαιοανθρωπολογικών, ούτε των παλαιοβιολογικών (παλαιοντολογικών κλπ) υπολειμμάτων της Επικράτειας. Ειδικά για τα παλαιοανθρωπολογικά ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών ανοικτών - μη σπηλαίων - θέσεων δεν υπήρχε ρητή διάταξη που να τα προστατεύει. Κατ' αυτό τον τρόπο επαφίεται μέχρι σήμερα στο ενδιαφέρον, την παιδεία και την κατάρτιση των αρχαιολόγων να συλλέγονται ή όχι τα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα των αρχαίων Ελλήνων. Ακόμα και σε χώρες που μαστίζονται από τον πόλεμο, μεταναστευτικά κλπ προβλήματα, όπως ο Λίβανος, με ισχύ Νόμου απαγορεύεται η ανασκαφή αρχαίων ανθρώπινων σκελετών, χωρίς την παρουσία ανθρωπολόγου ειδικευμένου σε ανάλογα θέματα. Στην Ελλάδα ελάχιστοι αρχαιολόγοι διαθέτουν τα προαναφερόμενα προσόντα, με αποτέλεσμα 100δες σκελετοί να καταστρέφονται και να χάνονται για την επιστήμη κάθε χρόνο.
Διευκρινίζεται ότι εάν διαπιστωθεί πως ένας αρχαιολόγος αμέλησε να προστατεύσει αρχαιολογικούς θησαυρούς, θα πρέπει να έχει τις συνέπειες του Νόμου (κι ας μην συνέβη ποτέ στην πράξη κάτι τέτοιο). Εάν αμελήσει για τους παλαιοανθρωπολογικούς, δεν υπάρχει καν διάταξη που να τον τιμωρεί. Για παράδειγμα, σε οποιαδήποτε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας ενός αρχαίου τάφου, έχουν καταδικαστεί οι εγκληματίες για την παράνομη ανασκαφή, καταστροφή, κλοπή, πώληση κλπ αρχαιολογικών ευρημάτων, αλλά όχι και για την καταστροφή των σκελετικών.
Όσον αφορά τα παλαιοντολογικά ευρήματα (ανωτέρω Νόμος 5343/1932), για τη διενέργεια παλαιοντολογικών ανασκαφών απολιθωμένων σπονδυλωτών, απαιτείται άδεια του Παν/μίου Αθηνών. Δηλαδή ισχύει το συνταγματικά ανήκουστο: φορείς προορισμένοι για έρευνα και διδασκαλία να εκτελούν χρέη διοίκησης, ενώ από το Νόμο αυτά ανήκουν στις διοικητικές Υπηρεσίες του κράτους, και συγκεκριμένα του Υπουργείου Πολιτισμού (με το διαθέσιμο θεσμικά φυλακτικό προσωπικό κλπ). Ούτε λίγο, ούτε πολύ θα πρέπει το ΥΠ.ΠΟ. να πάρει άδεια από το Παν/μιο Αθηνών να διασώσει ή να ανασκάψει κάποιο παλαιοντολογικό εύρημα, κάτι που δεν είναι δυνατόν βέβαια να ισχύει. Έτσι, αφενός η αμέλεια του ΥΠ.ΠΟ. να δημιουργήσει ανάλογες θεσμικά Υπηρεσίες και αφετέρου το αντισυνταγματικό βόλεμα ορισμένων πανεπιστημιακών έχει δημιουργήσει το σημερινό νομικό «αλαλούμ». Επιπλέον σε κάθε περίπτωση, απροστάτευτα παραμένουν τα υπόλοιπα ασπόνδυλα παλαιοντολογικά (μαλακόστρακα κλπ), καθώς και γενικότερα τα παλαιοβιολογικά ευρήματα (π.χ. η απολιθωμένη χλωρίδα - με εξαίρεση, βάσει ειδικών διατάξεων, τα απολιθωμένα δάση της Λέσβου και της Εύβοιας).
Από το 1965, από τότε δηλαδή που ο ιδρυτής της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος Δρ Αρης Ν. Πουλιανός επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα, έχοντας διαγνώσει τα προαναφερόμενα προβλήματα, προβαίνει σε προτάσεις προς την πολιτεία σχετικά με την ανάγκη προστασίας των παλαιοανθρωπολογικών κατάλοιπων της χώρας, από τους απώτατους «προανθρώπινους» χρόνους μέχρι τα οστά των αγωνιστών του '21... (βλ. π.χ. «Τα Νέα» της 9-9-1966). Σαν αποτέλεσμα ανάλογων ενεργειών, καθώς και με την ιδιότητα του συμβούλου του Υπουργού Πολιτισμού κ. Δημήτρη Νιάνια, εισηγείται τη δημιουργία Διεύθυνσης Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας. Οι αρχαιολογικοί κύκλοι του ΥΠ.ΠΟ. αντιδρούν αναχρονιστικά και χωρίς λόγο, με βάση κάποια κακώς εννοούμενα συντεχνιακά συμφέροντα - καταφανώς όχι με γνώμονα το συμφέρον του Δημοσίου. Προς τιμή του ο κ. Νιάνιας επέμεινε, αλλά τελικά το πανίσχυρο αρχαιολογικό κατεστημένο κατάφερε ένα δήθεν συμβιβαστικό «νομομαγείρεμα» και αντί για Διεύθυνση σχηματίζεται η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας, με αρχαιολόγο και όχι παλαιοανθρωπολόγο επικεφαλής. Συγκεκριμένα στο Π.Δ. 941 (ΦΕΚ 320/Α'/17.10.1977), αρθρο 46 αναφέρεται:
«Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας, με έδραν τας Αθήνας, έχει δικαιοδοσίαν επί ολοκλήρου της Επικρατείας. Η αρμοδιότης αυτής ανάγεται εις την έρευναν, ανασκαφήν, μελέτην και προστασίαν των σπηλαίων, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον από φυσικής, αρχαιολογικής, ιστορικής, παλαιοντολογικής και παλαιοανθρωπολογικής απόψεως, ως και εις την φύλαξιν, δημοσίευσιν και έκθεσιν των εξ αυτών προερχομένων ευρημάτων».
Από το όλο εγχείρημα υπήρξε πάντως ένα νομικό κέρδος, ως συμπλήρωμα στον ελλιπή αρχαιολογικό νόμο του 1932, καθώς για πρώτη φορά προβλέφθηκε η προστασία των παλαιοανθρωπολογικών και παλαιοντολογικών κλπ ευρημάτων, τα οποία όμως προέρχονται μόνο από σπήλαια.
Προφανείς οι συνολικές ελλείψεις του Νόμου, που κινείται σε αντιεπιστημονικά και διοικητικώς ανεδαφικά πλαίσια, καθώς η προστασία των παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων (προερχόμενων μόνο από σπήλαια) ανατίθεται ανορθόδοξα σε αρχαιολόγους και όχι σε ειδικούς επί του θέματος παλαιοανθρωπολόγους. Με ανάλογο τρόπο προβλέφθηκε η μέριμνα και για τα παλαιοντολογικά, γεωλογικά κλπ ευρήματα (προερχόμενα μόνο από σπήλαια), πάλι με αρχαιολόγο επικεφαλής και όχι σε παλαιοντολόγο ή γεωλόγο κλπ. Άλλες παράμετροι αφορούν επίσης φοβερές ασάφειες σχετικά με τις αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες μεταξύ της νέας Υπηρεσίας και των υπόλοιπων αρχαιολογικών Εφορειών Αρχαιοτήτων, όσον αφορά ευρήματα σπηλαίων με αρχαιολογική και ιστορική σημασία. Έτσι, επαφίεται και πάλι στην παιδεία ή την καλή διάθεση των αρχαιολόγων Προϊσταμένων να επιλαμβάνονται, όπως μπορούν, ζητήματα εκτός της ειδικότητάς τους. Πάντως, όπως και να είναι, ένας αρχαιολόγος είναι φυσικό (και ίσως ανθρώπινο) λόγω των σπουδών του, να «κοιτάξει» πρώτα τα θέματα αρχαιολογικής φύσεως που σχετίζονται με σπήλαια και μετά «εφ' ω ετάχθη» για παλαιοανθρωπολογικής ή παλαιοντολογικής σημασίας πράγματα κι ας μην τα γνωρίζει. Οπωσδήποτε όμως υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ του τι έχει ανάγκη ο τόπος και των φιλοδοξιών μη καταρτισμένων επιστημονικά κρατικών λειτουργών, σε ειδικότητες που δεν τις έχουν καν διδαχθεί. Είναι μάλλον περιττό να αναφερθεί πόσο ζημιώθηκε η χώρα από ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις, και ιδιαίτερα με την μη αξιοποίηση από το ΥΠ.ΠΟ. των επιστημονικών δυνατοτήτων του Δρα Αρη Πουλιανού.
Στις 10ετίες
που ακολούθησαν η ΑΕΕ προέβη επανειλημμένα σε διάφορες προτάσεις, που συνοψίζουν
τις παραπάνω επισημάνσεις, από τις οποίες ελάχιστες λήφθηκαν υπόψη. Για την τεκμηρίωση των ημερομηνιών, αρ. πρωτ. κλπ, καθώς και
των αντίστοιχων λεπτομερών αναλύσεων οι επισημάνσεις
αυτές παρατίθενται ξεχωριστά.
Στη νέα χιλιετία, επί υπουργίας του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, οι θεσμοί «εκσυγχρονίζονται», με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε προ του 1977 πισωγυρίσματα, όσον αφορά τα παλαιοβιολογικά ευρήματα, καθώς και επιπλέον ασφυκτικούς συντεχνιακούς αρχαιολογικούς ελέγχους, ξανά επιβλαβείς για το συμφέρον του Δημοσίου.
Πάντως, προτού εξετάσουμε τι είδους πισωγυρίσματα έγιναν, οφείλουμε να σημειώσουμε και τρεις διατάξεις (δύο ελλιπείς) στο Νόμο 3082/ 2002, «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και γενικά της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», που προωθούν σε μια θετική κατεύθυνση τους θεσμούς.
Η μία βρίσκεται στην παράγραφο 3 του αρθρου 1: «Στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς δικαίου, το Ελληνικό Κράτος μεριμνά και για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ελληνική επικράτεια οποτεδήποτε και αν απομακρύνθηκαν από αυτήν. Το Ελληνικό Κράτος μεριμνά επίσης στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών που συνδέονται ιστορικά με την Ελλάδα οπουδήποτε και αν βρίσκονται».
Η
δεύτερη διάταξη βρίσκεται στην παράγραφο ε΄ του αρθρου 2: «Ως άυλα πολιτιστικά
αγαθά νοούνται εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, όπως μύθοι,
έθιμα, προφορικές παραδόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες
ή τεχνικές που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαϊκού και λόγιου πολιτισμού», των οποίων προβλέπεται
η προστασία στο αρθρο 5, αλλά δυστυχώς όχι και των αρχαιότερων εποχών (π.χ.
αρχαία ή βυζαντινή μουσική, το άναμμα φωτιάς από αρχανθρώπους, κατασκευή λίθινων
εργαλείων, ταφικά έθιμα, φροντίδα συνανθρώπων κλπ).
Η τρίτη, που ενδιαφέρει εν προκειμένω περισσότερο, βρίσκεται στην παράγραφο α΄ του αρθρου 2: «Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου» (ενν. οι μαρτυρίες της ύπαρξης των ανθρώπων, όπως επίσης εκείνες της δραστηριότητάς τους). Έτσι για πρώτη φορά, κατόπιν προφανώς και των έγγραφων παρεμβάσεων της Α.Ε.Ε., προβλέπεται η προστασία των ανθρώπινων οστεολογικών ευρημάτων, καθώς στις μαρτυρίες της ύπαρξης των ανθρώπων συμπεριλαμβάνονται και τα οστά τους. Εάν κάποιος άστοχα ισχυριστεί ότι η λέξη ύπαρξη αφορά μόνο τη δραστηριότητα, τότε προφανώς δεν θα είχε και κανένα νόημα να μπει στην παραπάνω φράση του Νόμου αυτή η λέξη.
Όμως συνεξετάζοντας τις υπόλοιπες διατάξεις του Νόμου και του σχετικού Π.Δ. 191/2003, αρθρο 49, προκύπτει ότι η παραπάνω παράγραφος α΄ του αρθρου 2 μένει αυτό που λέγεται ως «γράμμα νεκρό του νόμου». Αυτό, γιατί δεν προβλέπεται ξεχωριστή παλαιοανθρωπολογική Υπηρεσία, με τα αντίστοιχα εργαστήρια, ώστε να μεριμνά με εξειδικευμένους παλαιοανθρωπολόγους και συντηρητές για τη διάσωση των παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων. Έτσι, εξελίσσεται ουσιαστικά η προηγούμενη, συνήθως νοσηρή, κατάσταση, να πετιούνται δηλαδή και να μην προστατεύονται τα ανθρώπινα οστεολογικά ευρήματα, με αποτέλεσμα να είναι άγνωστο πόσες φορές καταπατήθηκε από το 2003 μέχρι σήμερα ο Νόμος.
Από την άλλη πλευρά, με το Π.Δ. 191/2003, αρθρο 49, συνεχίζουν μεν να προστατεύονται τα παλαιοβιολογικά κλπ κατάλοιπα των σπηλαίων, αλλά μόνο εάν συνδέονται με ανθρώπινη δραστηριότητα (ένα από τα προαναφερόμενα πισωγυρίσματα). Εκεί δηλαδή που με το ΠΔ 941/1977 προστατεύονταν όλα τα σπηλαιολογικά ευρήματα, το 2003 το ΥΠ.ΠΟ. αυτοπεριορίζει τις αρμοδιότητές του για την προστασία των πολιτισμικών ευρημάτων σε πολύ λιγότερα από πριν (δηλ. μόνο αυτά που συνδέονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα). Πρωτοφανής περίπτωση αυτοϋπονόμευσης Υπουργείου!
Ανακύπτει επίσης το θέμα, εφόσον δεν ορίζεται, ποιος διαπιστώνει τη σύνδεση ή μη με ανθρώπινη δραστηριότητα, αρμοδιότητα που εξ αντικειμένου ανήκει στο ΥΠ.ΠΟ. Το πιθανότερο είναι Νόμος και Π.Δ. της νέας χιλιετίας να προέκυψαν ύστερα από πιέσεις πανεπιστημιακών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να αδειοδοτούνται από το ΥΠ.ΠΟ. Ο «φόβος» τους εν μέρει, όσον αφορά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, που εργάζεται σε παντελώς αναχρονιστικά πλαίσια, δεν είναι αβάσιμος. Αντί όμως να πιέζουν για τη θεσμοθέτηση Νόμων και Υπηρεσιών που να διασφαλίζουν την απρόσκοπτη ερευνητική τους δραστηριότητα και ταυτόχρονα την προστασία των παλαιοντολογικών ευρημάτων, ενδιαφέρονται μόνο να «έχουν ήσυχο» το κεφάλι τους. Εξάλλου, τι γίνεται με τα ευρήματα που υπάρχει δυνατότητα να χαρίζονται σε αλλοδαπούς παλαιοντολόγους; Δεν πειράζει κανέναν αυτή η διάταξη; Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με απόφαση της Συγκλήτου της 5-12-2006, το Παν/μιο Αθηνών επανέρχεται επί του θέματος και, σε λανθασμένη βάση, υπερασπίζεται το Νόμο 5343/1932, προωθώντας ξανά συντεχνιακά κλπ συμφέροντα.
Ο δεύτερος «εκσυγχρονισμός» επέρχεται με το Π.Δ. 191/2003. Σε αυτό, μεταξύ άλλων διατάξεων, προβλέπεται η διάσπαση της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας σε Βορείου και Νοτίου Ελλάδος - αμφίβολης αποτελεσματικότητας μέχρι στιγμής - που μάλλον πρόσθεσε προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα, παρά έλυσε. Η σημαντικότερη (έως εξωφρενικά αντιπαλαιοανθρωπολογική) παράλειψη εντοπίζεται στη μη δημιουργία Τμήματος Παλαιοανθρωπολογίας σε μια Υπηρεσία κατ' εξοχήν παλαιοανθρωπολογίας. Ενώ δηλαδή προβλέπεται (σωστά) η δημιουργία Τμημάτων Διοικητικής Υποστήριξης, Συντήρησης, Τοπογραφήσεων, Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, δεν προβλέπεται αντίστοιχα Τμήμα Παλαιοανθρωπολογίας. Όμως ακόμα και αυτά τα Τμήματα που προβλέπει ο υπάρχων Νόμος είναι πρακτικά ανύπαρκτα, καθώς εδώ και 4 χρόνια δεν έχουν εκδοθεί οι αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις.
Τα πρόσωπα
Μια από τις νευραλγικότερες ελληνικές κρατικές θέσεις, εξίσου σημαντική με του Αρχιστράτηγου των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι αυτή του Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.
Όσον αφορά τα πρόσωπα στα αρχαιολογικά πράγματα της χώρας μας, από την εποχή του χουντικού Μαρινάτου, πολύ λίγα πράγματα έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα (και μάλλον προς το χειρότερο), τόσο σε επίπεδο νομικό, όσο και επιστημονικό. Στην παρούσα αναφορά περισσότερο λόγος γίνεται για τον επί σχεδόν 20ετία Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων (1983-2002) κ. Ι. Τζεδάκι. Δεν είναι κρυφό ότι υπήρξε σφοδρός πολέμιος της ΑΕΕ, τα ίδια χρόνια. Διαφωτιστικό για τις επιστημονικές του ικανότητες το αρθρο που δημοσίευσε τον Ιανουάριο του 1999 το περιοδικό «Δαυλός»:
Έχει απορριφθεί από το Πανεπιστήμιο
Κρήτης ως «μη συγκεντρώνων τα τυπικά προσόντα για εκλογή σε καμμιά επιστημονική
βαθμίδα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία...». Οι εργασίες που υπέβαλε «αποτελούν
κλασικό δείγμα ατεκμηρίωτης αρχαιολογικής δοξογραφίας» και «είναι ένα άθροισμα
κοινοτυπιών, μεγαλοστομιών και εκφράσεων που βρίσκονται στους αντίποδες της
σοβαρής αρχαιολογικής έρευνας». «Η εντύπωση ερασιτεχνισμού αναδύεται σε κάθε
γραμμή». «Πρόκειται για μέθοδο εργασίας απολύτως απαράδεκτη». «Το κείμενο
και οι γνώμες του αποτελούν ένα ατακτο σύνολο κοινοτυπιών και ατεκμηρίωτων
παραδοχών, όπου η σύγχυση πραγμάτων, εννοιών, μεθόδων, υποθέσεων, συμπερασμάτων
είναι πλήρης. Είναι εξαιρετικά οδυνηρό για τους συντάκτες αυτής της έκθεσης
να αναγκάζονται να κάνουν αυτή τη διαπίστωση....
Περί ποίου πρόκειται; Πρόκειται
περί του ανθρώπου, ο οποίος προ τριών μηνών διορίσθηκε γενικός κυρίαρχος της
ελληνικής Αρχαιολογίας, προαχθείς με ειδική εισήγηση του υπουργού Πολιτισμού
κ. Ευαγγ. Βενιζέλου σε νεοδημιουργηθείσα θέση «Γενικού Διευθυντού Αρχαιοτήτων»
(σημ: από Διευθυντής Αρχαιοτήτων από το 1984 και μετά, επί ολόκληρη 15ετία),
μολονότι κατά νόμον είχε λήξει η δημοσιοϋπαλληλική του σταδιοδρομία και έπρεπε
να συνταξιοδοτηθεί. (Με πιο απλά λόγια οι δραστηριότητες των Εφορειών Αρχαιοτήτων,
των ανασκαφών, αλλά και η σταδιοδρομία των αρχαιολόγων του κράτους εξαρτώνται
από αυτόν).
Οι ανωτέρω κρίσεις για τον άνθρωπο
και τα γραπτά του περιλαμβάνονται αυτολεξεί στην υπ' αρ. Γεν. Πρωτ. Παν. Κρήτης
Δ.Ε. 19168/31-1-84 πολυσέλιδη απορριπτική έκθεση... Από την πλευρά μας δεν
νομίζουμε ότι χρειάζεται κανένα σχόλιο ούτε για τον κ. Ι. Τζεδάκι, ούτε για
τον υπουργό Πολιτισμού κ. Ευάγγ. Βενιζέλο...
Αυλοκόλακες του ΥΠ.ΠΟ., μπροστά σε μια τέτοια κραυγαλέα περίπτωση, εφηύραν το επιχείρημα: Δεν έχει σημασία αν ο Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων είναι καλός επιστήμονας, αρκεί να είναι καλός στο χειρισμό διοικητικών θεμάτων. Τέτοιας εφευρετικότητας είναι οι παροικούντες τα αρχαιολογικά θέματα. Ακριβώς γιατί, οποιοδήποτε θέμα υπεράνω των επιστημονικών δυνατοτήτων του εν λόγω αρχαιολόγου, ήταν αδύνατο να εξεταστεί, κι έμελλε κατ' ανάγκη να καταχωνιαστεί στα συρτάρια ή ακόμα και να πεταχτεί στα τάρταρα, με αποτέλεσμα να μην προκόψει τίποτα το αξιόλογο. Πλήθος καταγγελιών για καταστροφές, ων ουκ έστιν αριθμός (Σαλαμίνα, Μαραθώνας, Μακρυγιάννη...). Έτσι λοιπόν κινήθηκε η κρατική αρχαιολογία στην περίοδο 1983-2002. Δρομολογήθηκε το μέλλον της και μέχρι σήμερα πληρώνει ο Έλληνας τα όποια παρόμοια λάθη των πολιτικών. Γιατί άραγε μετά τη συνταξιοδότησή του επανήλθε πρόσφατα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο Μουσείων; Ως κατεξοχήν έμπειρος σε τι; Πνευματικά παιδιά του είναι και οι σημερινοί επίγονοι, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τέτοιοι παράγοντες αποφασίζουν επίσης
για την τύχη των ανασκαφών του Πουλιανού, οι ίδιοι που παράνομα δεν απαντούν
στις αιτήσεις για συνέχιση των ανασκαφών του από το 1984 έως το 2006. Αδιαφορούν
παντελώς στις αντίθετες Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ η σημερινή
διοίκηση δυστυχώς περιμένει να τελειώσουν πρώτα όλα τα Δικαστήρια που δρομολόγησαν
οι προηγούμενοι...
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι αξίζει να ξεκινήσει η επεξεργασία για πρόταση Νόμου «Περί αξιοκρατίας», καθώς αυτή η λέξη είναι ανύπαρκτη στους δημοσιοϋπαλληλικούς θεσμούς. Προκαταρκτικά είναι μόνο δυνατόν να ειπωθεί ότι πρόσφατα η Κυβέρνηση εξήγγειλε την ανάγκη απεμπλοκής των ζητημάτων της Παιδείας από τον ασφυκτικό κομματικό εναγκαλισμό. Κάτι τέτοιο βέβαια πρέπει να προωθηθεί σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου. Έτσι, εκτός από τα υψηλού επιπέδου επιστημονικά προσόντα των ανώτατων υποψήφιων διευθυντών Υπουργείων κλπ, των οποίων η θητεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 2-3 χρόνια, πρέπει να εκλέγονται από ενιαία λίστα, ίσως μάλιστα από το σύνολο του υπάρχοντος δυναμικού, με υποχρεωτική (στην περίπτωση του ΥΠ.ΠΟ.) την υποψηφιότητα όλων των Εφόρων Αρχαιοτήτων και των αναπληρωτών αυτών.
Από τα προαναφερόμενα γίνεται περισσότερο από κατανοητό ότι τα ανωτέρω, λογικά για κάθε άνθρωπο, δεν πρόκειται να υιοθετηθούν εύκολα από τους σημερινούς απαίδευτους, συντεχνιακά αγκυλωμένους και αντιεπιστημονικά «κολλημένους» αξιωματούχους του ΥΠ.ΠΟ. Όμως, η Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος, με αυτό το υπόμνημα, θέτει ως παρακαταθήκη το θεμέλιο λίθο, αν όχι για την επόμενη, με οποιοδήποτε πάντως τρόπο, τη μεθεπόμενη γενιά των Ελλήνων επιστημόνων, που, όσο κι αν θέλουν κάποιοι, και θα υπάρχουν και θα προκόψουν.