ΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΡΟΦΑΝΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΤΟ 490 Π. Χ.
Του Δ-ρα ανθρωπολογίας Ν. Α. Πουλιανού (Μάρτιος & Απρίλιος 2019)
1. Λίγους μήνες πριν την ξακουστή μάχη του Μαραθώνα, από την κεντρική Μ. Ασία είχε αποπλεύσει εναντίον της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας μια μηδική αρμάδα αποτελούμενη από ~600 πλοία. Οι περσικές αιτιάσεις αναφέρονταν στην τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας για τη στρατιωτική υποστήριξη που παρείχαν κατά την ιωνική επανάσταση (499-494 π.Χ.) στους Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν τότε στα παράλια της σημερινής Τουρκίας (Έλληνες που προφανώς γενετικά συνεχίζουν να επιβιώνουν εκεί μέχρι τις μέρες μας). Οι περσικές αιτιάσεις δεν άργησε να φανεί πως δεν ήταν παρά προφάσεις, καθώς η μηδική εκστρατεία άρχισε με την κατάληψη πολλών νησιών του Αιγαίου. Έτσι, έγινε εξαρχής σαφές ότι σκοπός των Περσών δεν ήταν μόνο η τιμωρία της Ερέτριας και της Αθήνας, αλλ’ επίσης η προσάρτηση νέων εδαφών κι απόκτηση επιπλέον πλούτου (με λεηλασίες, υποδουλώσεις κλπ). Εξίσου σημαντικός (αν όχι κι ο σημαντικότερος) σκοπός αυτής της εκστρατείας ήταν η εκμηδένιση των λιγότερο ή περισσότερο πάντως πιο δημοκρατικών ελληνικών πόλεων οι οποίες υπήρχαν στα δυτικά σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας, καθώς κάτι ανάλογο ήταν πολιτικά ένα «κακό» παράδειγμα για τους υποταγμένους στους Μήδους πληθυσμούς, γεγονός που δεν ήταν δυνατόν να ανεχόταν η κατ’ εξοχήν μοναρχική (και μάλιστα η μοναδική) υπερδύναμη της εποχής. Παράλληλα, μ’ αυτή την εκστρατεία οι Πέρσες επιδίωκαν να διατηρούν τους Ίωνες αδρανείς (όπως εξάλλου και τ’ άλλα κατακτημένα έθνη) προκειμένου κανένας να μην αποτολμά τίποτα εξεγέρσεις και να είναι ξεκάθαρο τοις πάσι πως οι Πέρσες ήταν εκείνοι που είχαν το «πάνω χέρι». Στόχος συνεπώς ήταν επίσης οι Έλληνες δυτικά της Μ. Ασίας, ώστε ούτε αυτοί να μπορούν να συνδράμουν ξανά τους υποτελείς στην περσική αυτοκρατορία συμπατριώτες τους ή / κ.ά. λαούς (όπως τουναντίον τελικά συνέβη κάποια χρόνια - ή ακόμα κι αιώνες - αργότερα με τους Ίωνες, τους Κύπριους, τους Αιγύπτιους κ.ά.).
2. Λίγες μέρες πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, επήλθε η πτώση της Ερέτριας μαζί κι η υποδούλωση των δικών της επίσης κατοίκων. Αυτή η εξέλιξη αν μη τι άλλο προκάλεσε μάλλον φόβο στους Αθηναίους, ταυτόχρονα όμως έδρασε κι ως καταλύτης για την αποφασιστικότητα και τη μαχητικότητα των οπλιτών του «κλεινού άστεως». Για λόγους που πιθανότατα σχετίζονται επίσης και με τη χωρητικότητα των πλοίων, οι Μήδοι άφησαν (φρουρούμενους) τους Ερετριείς ομήρους στη Στύρα, ένα νησάκι προς την Εύβοια ~6 μίλια ΒΑ από τον Μαραθώνα.
3. Μετά την κατάληψη της Ερέτριας, προς το τέλος του καλοκαιριού του 490 π.Χ. οι μηδικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην παραλία του Σχινιά στο ΒΔ άκρο του κάμπου του Μαραθώνα (~ 25 χλμ. από την Αθήνα). Συνεπακόλουθο αυτής της απόβασης ήταν το πλησίασμα του περσικού στρατού σε «απόσταση αναπνοής» από την πρωτεύουσα της Αττικής. Η ως άνω αμμουδερή παραλία του Σχινιά έχει περίπου 2 χλμ. μήκος. Συνεπώς, τραβηγμένα ανά 5 μέτρα χωράγανε περίπου 200 ή το πολύ 400 πλοία (: στο λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο το ένα να ήταν αραγμένο ακριβώς δίπλα στ’ άλλο). Τα υπόλοιπα τουλάχιστον 200 πλοία αναγκαστικά ήταν αγκυροβολημένα ανοιχτά της ακτογραμμής. Έτσι, η απόβαση πρέπει να έγινε τμηματικά (δηλ. αρχικά από τα πρώτα 200 πλοία, μετά από τ’ άλλα 200 και τέλος από τα υπόλοιπα 200).
4. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν ακαριαία αποστέλλοντας στο Μαραθώνα με ολονύκτια πεζοπορία 9.000 ή 10.000 οπλίτες, οι οποίοι στρατοπέδευσαν στο ΝΔ άκρο του κάμπου φράζοντας κατ' αυτό τον τρόπο στους Πέρσες εισβολείς αμφότερες τις υπάρχουσες οδούς (από το Διόνυσο και την Παιανία) προς την πόλη τους. Αυτή πρέπει να ήταν στρατιωτικά η σημαντικότερη κίνηση που έγινε πριν τη μάχη του Μαραθώνα (αν όχι ακόμα και γενικότερα). Στη συνέχεια οι αθηναϊκές δυνάμεις, καθότι δεν διέθεταν ιππικό, οχυρωθήκαν πίσω από αιχμηρούς κορμούς δέντρων πάνω σε βραχώδεις λόφους. Ετούτη η επίσης πολύ σημαντική στρατιωτικά ενέργεια είχε σαν αποτέλεσμα ν’ ακυρωθεί το πλεονέκτημα του πανίσχυρου περσικού ιππικού, μια κι έτσι αυτό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσει επίθεση σε οχυρωμένες κι υπερυψωμένες θέσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τ’ αντίπαλα στρατεύματα (που αρχικά απείχαν ~1,5 χιλιόμετρο) δεν ρίσκαραν να επιχειρήσουν μάχη μεταξύ τους καθ’ όλες τις επόμενες πέντε ημέρες, πιθανόν εκατέρωθεν φοβούμενοι βαρειές απώλειες. Φημολογείται πάντως ότι οι Έλληνες πλησίαζαν κάθε μέρα λίγο, με σκοπό τη δυνατότητα μιας ξαφνικής επίθεσης εκ του συστάδην, παραμένοντας βέβαια σε απόσταση ασφαλείας από τα μηδικά βέλη.
5. Παράλληλα, οι Αθηναίοι απέστειλαν αγγελιοφόρους δρομείς σε διάφορες ελληνικές πόλεις με έκκληση για βοήθεια. Σ’ αυτό το αίτημα ανταποκρίθηκαν μόνο οι Πλαταιές διαθέτοντας μάλιστα όλους και τους 1000 οπλίτες τους, οι οποίοι οπωσδήποτε έφεραν ενθουσιασμό στο ελληνικό στρατόπεδο ανεβάζοντας το ηθικό των Αθηναίων μαχητών. Η Σπάρτη λόγω των Κάρνεων (ιεροτελεστιών προς τιμή του θεού Απόλλωνα), δεν απέστειλε στρατιωτικές ενισχύσεις παρά μόνο μετά τη νέα Σελήνη, κάτι που σαν αποτέλεσμα είχε οι 2.000 Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες να φτάσουν στην Αττική την επομένη της μάχης. Η καθυστέρηση αυτή μπορεί να οφείλεται και στο ότι οι Σπαρτιάτες δεν «χώνευαν» τους (υπερβολικά πιο) δημοκρατικούς Αθηναίους ή / κι επειδή δεν καλόβλεπαν τις δυνάμεις τους να τίθενται υπό τη στρατιωτική διοίκηση του πολεμάρχου (αρχιστρατήγου) από τις Αφίδνες Καλλίμαχου.
6. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας της μάχης του Μαραθώνα, το μεγαλύτερο τμήμα του περσικού ιππικού επιβιβάστηκε κρυφά (μάλλον και μετά πεζικάριων), με σκοπό τον περίπλου του Σουνίου και την επίθεση την επόμενη μέρα στη σχεδόν αφύλακτη Αθήνα. Έχοντας κατά νου αυτήν την παρατήρηση είναι ενδεχομένως δυνατόν να προσεγγιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η ημερομηνία της μάχης το καλοκαίρι του 490 π. Χ. Έτσι, συνυπολογίζοντας τ΄ άλλα δεδομένα (πρβλ. πχ. nature), ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ποία νύχτα η ορατότητα ήταν μικρότερη, χωρίς ξαστεριά ή ακόμα και συννεφιασμένη. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις πως η αντίστοιχη μοίρα του μηδικού ναυτικού (αποτελούμενη από ~100 το πολύ πλοία;) μεταφέροντας την παραπάνω περσική στρατιωτική δύναμη είχε ήδη αποπλεύσει όσο ήταν ακόμα νύχτα εναντίον της Αθήνας και με πιθανότερη αρχική πλεύση προς την Εύβοια, ώστε αφενός να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό στο σκοτάδι (παρά ίσως μόνο από τ' αρχαία παρατηρητήρια, τις επονομαζόμενες φρυκτωρίες) προς τα που στ΄ αλήθεια κατευθύνονται τα μηδικά πλοία κι αφετέρου να μην είναι αμέσως φανερό όταν ξημέρωνε ότι από το Σχινιά έλειπε ένα μέρος του περσικού ναυτικού. Συνεπώς, η ναυτική αυτή μοίρα δεν πρέπει τις αυγές να βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά από το Μαραθώνα (ας πούμε π.χ. ανοιχτά της Βραυρώνας ή το πολύ του Λαυρίου). Υπέρ αυτής της υπόθεσης συνηγορεί και το ότι διαφορετικά, αν δεν είχε δηλ. ήδη αποπλεύσει η προαναφερμένη μοίρα του μηδικού στόλου, η καβαλαρία θα μπορούσε να είχε αποβιβαστεί αμέσως και να συμμετάσχει στη μάχη. Από την άλλη, αν τα περσικά πλοία είχαν φτάσει ήδη στο Σούνιο, τότε μάλλον θα συνέχιζαν να εκτελούν το σχέδιο της κατάληψης της Αθήνας παρά την επίθεση που είχε εντωμεταξύ δεχθεί ο περσικός στρατός στο Μαραθώνα. Συνεπώς, η αντίστοιχη μηδική μοίρα θα πρέπει ειδοποιημένη να είχε επιστρέψει εσπευσμένα, προκειμένου ν’ αποβιβαστεί (κυρίως το ιππικό) για να βοηθήσει τους Πέρσες στρατιώτες που είχαν υποστεί τα ξημερώματα επίθεση. Σε γενικές πάντως γραμμές η μηδική στρατηγική μπορεί να χαρακτηριστεί καλής έμπνευσης, με το να παραμείνει δηλ. από τη μια μεριά το μεγαλύτερο τμήμα του περσικού στρατού στο Σχινιά, απασχολώντας κι ουσιαστικά μην επιτρέποντας στους αντιπάλους του ν' αποχωρήσουν από το Μαραθώνα, κι από την άλλη με το να αποπλεύσει μια μηδική δύναμη προς την αφύλακτη Αθήνα με σκοπό την κατάληψή της. Ο στόχος βέβαια ήταν μια σχετικά εύκολη νίκη για τους Πέρσες, με επιπλέον προσχεδιασμένο σκοπό να έβαζαν τους Έλληνες στη μέση, από δύο ταυτόχρονα μέρη (από την Αθήνα και το Μαραθώνα). Προφανώς, μια ενδεχόμενη κατάληψη της Αθήνας και της υποδούλωσης των γυναικοπαίδων της, με καταρρακωμένο πλέον το ηθικό, αλλά κι ο παρεπόμενος φόβος των Ελλήνων να βρεθούν περικυκλωμένοι, πιθανόν ν' αποτελούσε στο σύνολό του μέρος ενός ευρύτερου μηδικού στρατηγικού σχεδίου.
7. Αντιμετωπίζοντας την νέα διαμορφωθείσα κατάσταση, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος (με το αξιομνημόνευτο αυτό όνομα) μαζί με τους έντεκα στρατηγούς του αποφάσισε σε νυχτερινό στρατιωτικό συμβούλιο να μην περιμένει τις σπαρτιατικές ενισχύσεις όσο κι αν αυτές βρίσκονταν πλέον κοντά στην Αττική (πρβλ. και προηγούμενη "Κάθε 1η του Μηνός"), προκειμένου οι συνασπισμένοι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς να επιτεθούν τα ξημερώματα στους Μήδους, ακριβώς επειδή από το πεδίο της μάχης έλειπε το επίφοβο περσικό ιππικό (η παρουσία του οποίου στη μάχη δεν αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, κάτι που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η μηδική καβαλαρία δεν βρισκόταν πλέον στον κάμπο του Μαραθώνα). Η είδηση για τη νυχτερινή επιβίβαση του περσικού ιππικού μεταφέρθηκε από Ίωνες που υποχρεωτικά συμμετείχαν με τους Μήδους στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας (σχετ. πρβλ. λεξικό «Σουίδα»). Προφανώς οι Αθηναίοι θα είχαν αποστείλει κατασκόπους προκειμένου να ελέγξουν την πληροφορία των συμπατριωτών τους από την Ιωνία, διότι διαφορετικά ούτε το επόμενο πρωί είναι πιθανό να εκδηλωνόταν η επίθεση.
Σημ: Τις προηγούμενες πέντε μέρες είναι ενδεχόμενο οι δέκα στρατηγοί να διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αναγκαίο ή μη της σύναψης μάχης με τους Μήδους. Παρόμοιες συζητήσεις μπορεί να γίνονταν ακόμα και δημοσία προκειμένου οι αντίστοιχες πληροφορίες να έφταναν στ’ αφτιά των Περσών, με σκοπό την παραπλάνηση (πως τάχατες οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να επιτεθούν, αψηφώντας ακόμα και το εχθρικό ιππικό). Συνεπώς, εξ αιτίας επίσης του ότι στα μέσα του Χρυσού Αιώνα δεν είχε ακόμα εκλείψει εντελώς ο εξ ανατολών προερχόμενος κίνδυνος της ασιατικής αυτοκρατορίας, αυτό που αναφέρει ο Έλληνας ιστορικός από την Αλικαρνασσό, ότι πέντε στρατηγοί συμφωνούσαν και πέντε διαφωνούσαν πριν τη συμπλοκή με τους Μήδους στο Μαραθώνα, δεν φαίνεται ν' ανταποκρίνεται στην αλήθεια, καθότι μετά την απόσυρση του περσικού ιππικού δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά η ελληνική επίθεση να εκδηλωθεί χωρίς άλλη χρονοτριβή. Αποφασίστηκε μάλιστα η συμπλοκή αυτή να πραγματοποιηθεί τις αυγές. Οι Πέρσες, έχοντας εξάλλου κατά νου αυτό που συνέβαινε τις προηγούμενες πέντε μέρες, δηλ. να μην συνάπτεται κάποια μάχη, αιφνιδιάστηκαν από την ελληνική επέλαση τα ξημερώματα, σε σημείο που δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν επιτυχώς ούτε καν τους τρομερούς τοξότες τους (τα βέλη των οποίων τρεις φορές έπεσαν πίσω από τις γραμμές από τους επελαύνοντες Έλληνες). Αντίθετα, εάν δεν γινόταν η αιφνίδια ελληνική επίθεση και δεν δινόταν η μάχη εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό, τότε οι Μήδοι θα μπορούσαν να είχαν εύκολα κατακτήσει την Αθήνα κι εν συνεχεία περικυκλώσει τις ελληνικές δυνάμεις στο Μαραθώνα. Η απουσία του περσικού ιππικού, η εξουδετέρωση των Μήδων τοξοτών, καθώς κι ο καλλίτερος οπλισμός των Ελλήνων Μαραθωνομάχων ήταν οι παράγοντες που σχεδόν μετά βεβαιότητας θα έστεφαν με νίκη τα ελληνικά όπλα. Συνεπώς η επίθεση που διέταξε ο Καλλίμαχος δεν αντιπροσώπευε μια απέλπιδα προσπάθεια (του στυλ: "όλα για όλα") όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά τη μοναδική ευκαιρία να συναφθεί μάχη με στόχο μια αίσια για τους Έλληνες έκβαση. Ούτως ή άλλως οι ελληνικές δυνάμεις ήταν υποχρεωμένες πρώτα να νικήσουν και να εξουδετερώσουν τον περσικό στρατό που υπήρχε απέναντί τους στο Μαραθώνα κι έπειτα (καθότι υπήρχε χρόνος - όχι βέβαια πολύς) να τρέξουν στο επίνειο της Αθήνας το Φάληρο για ν’ αντιμετωπίσουν ξανά κι εκεί τους Μήδους εισβολείς (όπως τελικά κι έγινε).