Το μεθ’ υπερβολής επίγραμμα του Μαραθώνα

 

(αναρτημένο στο διαδίκτυο το 2016 - παραπέρα επεξεργασμένο εδώ τον Μάρτιο 2019)

 

Του Δ-ρα ανθρωπολογίας Νίκου Α. Πουλιανού

Κατά τη διάρκεια των Ελληνο - Περσικών πολέμων, το 490 π. Χ. έγινε η μάχη στο Μαραθώνα, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ύστερα από σχετικές προτροπές τού εξ Αθηνών «Μέγιστου» Πολιτικού - Στρατηγού Θεμιστοκλή, εφαρμόστηκε η πασίγνωστη αμυντική τακτική στα στενά των Θερμοπυλών. Την παραθαλάσσια αυτή στενωπό με τις «γεωθερμικές πηγές» υπερασπίστηκαν επιτυχώς για τρεις ημέρες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη Βασιλιά Λεωνίδα ~7.000 μαχητές προερχόμενοι από 12 συμμαχικές ελληνικές πόλεις-κράτη. Αυτή, η σχετικά ισχνή ελληνική δύναμη αντιμετώπισε 100δες 1000δες Πέρσες στρατιώτες, τους οποίους διοικούσε αυτοπροσώπως ο «Μέγας Βασιλεύς» (επί των λοιπών υποτελών Βασιλέων) της αχανούς ασιατικής αυτοκρατορίας, Ξέρξης. Όχι μακριά από τις Θερμοπύλες, στο Αρτεμήσιο του Μαλιακού κόλπου, ο ελληνικός στόλος με 271 τριήρεις πραγματοποιώντας τις ίδιες ημέρες τρεις απανωτές ναυμαχίες, δεν επέτρεψε στην επίσης πανίσχυρη περσική αρμάδα των ~1.300 πλοίων (περσικών, φοινικικών ή / κι ιωνικών) να εισέλθει στον ευβοϊκό κόλπο, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί η υπερφαλάγγιση του Βασιλιά Λεωνίδα από τη μεριά της θάλασσας και να καθυστερήσει, τελικά όμως ίσα-ίσα για κανα-δυό μέρες, η κατάληψη της «Αττικοβοιωτίας».      

Τους ~9.000 Αθηναίους μαχητές στο Μαραθώνα είχαν συνδράμει 1.000 οπλίτες από τις (δημοκρατικές) Πλαταιές - μια μικρή αλλά ξακουστή πόλη της αρχαιότητας - που είχε αποστείλει για βοήθεια στην Αττική όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές της δυνάμεις. Μετά την ένδοξη (καθότι παντελώς αναπάντεχη) ελληνική νίκη, στο πεδίο της μάχης στήθηκε ένα μαρμάρινο τρόπαιο (~ 3 μ. ύψους), όπου αναγράφηκε ως επιτάφιος προς τιμή των πεσόντων μαχητών το επίγραμμα: «Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», μέσω του οποίου γίνεται λόγος για το ότι: Μπροστά από τους Έλληνες οι Αθηναίοι πολέμησαν στο Μαραθώνα, εξασθενίζοντας τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων. Όμως, παρά το σεμνό της λέξης ἐστόρεσαν (εξασθένισαν), η έκφραση προμαχούντες είχε παράλληλα και τη σημασία πως οι Αθηναίοι πολέμησαν για λογαριασμό των υπόλοιπων Ελλήνων. Έτσι, στα μάτια των αντιπάλων της Αττικής, η ανωτέρω επιγραφή εμπεριείχε μια τουλάχιστον «μεθ’ υπερβολής» δήλωση, ειδικά όταν δεν είχε παραχωρηθεί στους Αθηναίους το δικαίωμα να μιλάνε εξ ονόματος των άλλων Ελλήνων (όπως θα ήταν π.χ. ύστερα από κάποια ειδική σχετικά συνέλευση). Φυσικό είναι λοιπόν διάφορες ελληνικές πόλεις να μην αισθάνονταν άνετα με το «μήνυμα» που υποκρυπτόταν στην παραπάνω επιγραφή. Κάτι ανάλογο δε είναι ευκολότερα κατανοητό λαμβάνοντας υπόψη τον γνωστό ανταγωνισμό ανάμεσα στη «δημοκρατική» Αθήνα και την «ολιγαρχική» Σπάρτη.                        

Δεν πρέπει να ήταν σύμπτωση (βλ. επίσης κατωτέρω) που στο ίδιο επίγραμμα δεν είχαν αναφερθεί οι μαχητές από τις Πλαταιές. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι κάτοικοι της βοιωτικής αυτής πόλης είχαν αποφασίσει να μη συμμετάσχουν στην άμυνα των παρακείμενών τους Θερμοπυλών δέκα χρόνια αργότερα (το 480 π.Χ.), αλλά να πολεμήσουν ξανά δίπλα στους Αθηναίους κατά τις ναυμαχίες του Αρτεμισίου (συνεκτιμώντας ενδεχομένως πως αυτές ήταν ακόμα πιο σημαντικές). Μετά όμως τη νικηφόρο διέλευση των Μήδων από τις Θερμοπύλες, οι Πέρσες δεν παρέλειψαν να εκδικηθούν τους Πλαταιείς, καταστρέφοντας την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Την ίδια τύχη είχε (πέρα από την Αθήνα μετέπειτα) η επίσης βοιωτική πόλη των Θεσπιών - που από τους 2.500 στρατιώτες τους οποίους διέθετε, είχε στείλει στις Θερμοπύλες υπότην ηγεσία του Δημόφιλου 700. Αυτοί, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τους συντοπίτες τους (μεταξύ των οποίων προφανώς ήταν και πολλοί συγγενείς), με το να καθυστερήσουν έστω και για λίγες ώρες την προέλαση των Περσών, θυσιάστηκαν μαζί με τους 300 οπλίτες της βασιλικής φρουράς του Λεωνίδα.                                      

Αντίθετα, δεν καταστράφηκε η μεγαλύτερη πόλη της Βοιωτίας η Θήβα, η οποία είχε στείλει στις Θερμοπύλες μόνο 400 στρατιώτες (οι περισσότεροι μάλιστα εκ των οποίων δεν σκοτώθηκαν, καθώς σε πολλούς χαρίστηκε επίσης η ζωή). Ο λόγος που οι Πέρσες δεν πείραξαν τη Θήβα ήταν γιατί μετά την εκπόρθηση των στενών (αν όχι ήδη από πριν) οι εν λόγω Βοιωτοί είχαν μηδίσει. Ως αιτιολογία για αυτή τους τη στάση μπορεί να θεωρηθεί πως μόνο έτσι ήταν δυνατόν να σωθεί η Θήβα, θέτοντας όμως παράλληλα στη διάθεση των Περσών το στρατό τους, ο οποίος δεν δίστασε (ή έστω εξαναγκάστηκε) τον επόμενο χρόνο (το 479 π. Χ.) να στρέψει τα όπλα του ακόμα κι εναντίον των συνενωμένων Ελλήνων.

Στον κάμπο του Μαραθώνα το 490 π. Χ., οι Αθηναίοι πολέμησαν γενναία προκειμένου να υπερασπιστούν την Αττική, αλλά ακόμα περισσότερο την ελευθερία τους, έχοντας κατά νου την καταστροφή που αρχικά είχε λάβει χώρα σε πολλά νησιά του Αιγαίου και λίγες μέρες νωρίτερα είχε υποστεί η Ερέτρια με την υποδούλωση των κατοίκων της. Τ’ ανωτέρω γεγονότα είναι γνωστά από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει επίσης ότι οι Αθηναίοι ζήτησαν βοήθεια κι από άλλους Έλληνες, αλλά μόνο οι Πλαταιείς απέστειλαν το προαναφερόμενο εκστρατευτικό σώμα των 1.000 οπλιτών. Αντίθετα η Σπάρτη υποστήριξε ότι λόγω των ιερών Κάρνεων (εορτασμών αφιερωμένων στο θεό Απόλλωνα), απαγορευόταν από τους νόμους η εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις, εκφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο αδυναμία ν’ αποσταλούν άμεσα ενισχύσεις.    

Έτσι, μια δύναμη 2.000 Λακεδαιμονίων οπλιτών, δεν έφθασε στην Αττική παρά μόνο την επομένη της μάχης του Μαραθώνα, βοηθώντας πάντως έμμεσα στη συντριβή των Μήδων - βέβαια άθελά τους, αφού στη συνέχεια (χολωμένοι;) δεν παρέμειναν ούτε καν στους επινίκιους εορτασμούς των Αθηναίων, αναχωρώντας αμέσως για τη Σπάρτη. Το παραπάνω συμπέρασμα (της ακούσιας αρωγής) βασίζεται στο ότι την επικείμενη άφιξη των ενισχύσεων από την Πελοπόννησο ο φονευθείς αρχιστράτηγος Καλλίμαχος, μαζί με τους 10 στρατηγούς του (όπως τον προαναφερθέντα Θεμιστοκλή ή τον διάσημο Μιλτιάδη), εκμεταλλεύτηκε στρατιωτικά στο έπακρο, καθώς για την έλευση των Σπαρτιατών δεν μπορεί παρά να ήταν πληροφορημένοι επίσης κι οι Πέρσες. Εξάλλου, δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία για το ότι την προηγουμένη νύχτα της μάχης, οι Μήδοι επιβίβασαν το περισσότερο ιππικό τους με απώτερο σκοπό παραπλέοντας το Σούνιο να επιτεθούν την επόμενη μέρα κατά της σχεδόν αφύλακτης Αθήνας. Γι αυτό, χωρίς ν’ αναμένεται η άφιξη των πολυπόθητων πελοποννησιακών ενισχύσεων, τελικά αποφασίστηκε η ελληνική επίθεση να ξεκινήσει τ’ αμέσως επόμενα χαράματα, την ώρα δηλαδή που είχε ήδη αποσυρθεί κιαποπλεύσει το φοβερό περσικό ιππικό (ενδεχομένως μαζί και με μέρος του πεζικού;). Έτσι το ισχυρότερο όπλο του μηδικού στρατού αναγκάστηκε τελικά «αχρηστεμένο» να μείνει απλός θεατής της επερχόμενης ελληνικής νίκης. Η παραπάνω οπτική ενισχύεται κι από το γεγονός πως η περσική καβαλαρία είχε παραμείνει τις προηγούμενες πέντε μέρες στην πεδιάδα του Μαραθώνα, αν κι άπραγη απέναντι στο καλά οχυρωμένο ελληνικό στρατόπεδο (γεγονός που ίσως επέσπευσε και την επιβίβασή της στα μηδικά πλοία).

Οι Αθηναίοι παρόλο που όπως προκύπτει από την αρχαία γραμματεία δεν είχαν παραπονεθεί (τουλάχιστον φανερά), πρέπει όμως να είχαν εκλάβει τον ισχυρισμό της Λακεδαίμονος για τα Κάρνεα ως πρόφαση, αναλογιζόμενοι επίσης ότι εάν απειλείτο στρατιωτικά απευθείας η Σπάρτη δεν θα δινόταν προτεραιότητα σε καμμία θρησκευτική τελετή, δεδομένου ότι κάτι ανάλογο (η παράβλεψη των ιεροτελεστιών), είχε ήδη συμβεί στο παρελθόν. Εξάλλου, για αντίστοιχους μάλλον λόγους οι Λακεδαιμόνιοι στις Θερμοπύλεςδεν έλαβαν υπόψη τους ούτε τα Κάρνεα, αλλ’ ούτε και τους ίδιους τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αντίθετα φαίνεται πως οι Μήδοι ήταν ενήμεροι σε αμφότερες τις περιπτώσεις για τις ελληνικές «παραξενιές».               

Υπό τις συνθήκες λοιπόν που περιγράφονται παραπάνω, από τους λιγότερο δημοκρατικούς Έλληνες το επίγραμμα του Μαραθώνα πρέπει να είχε εκληφθεί ακόμα και ως αλαζονικό. Κατά συνέπεια, είναι ενδεχόμενο το «κλεινόν άστυ» να είχε παγιδευτεί από τον γνωστό για τις ολιγαρχικές του προτιμήσεις ποιητή Σιμωνίδη από την Κέα (ο ίδιος συγγραφέας που είχε συνθέσει για λογαριασμό των Σπαρτιατών το γνωστό κι επίσης κολακευτικό επίγραμμα των Θερμοπυλών: ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι). Εφόσον η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται εδώ θεωρηθεί βάσιμη, τότε ο Σιμωνίδης μπορεί ακόμα και συνειδητά (εξ αιτίας κι ιδεολογικών προσανατολισμών, αλλ’ ίσως προσβλέποντας ταυτόχρονα επίσης στο αντίστοιχο χρηματικό έπαθλο) μετά τη μάχη του Μαραθώνα (ενδεχομένως παραβλέποντας ακόμα και σκόπιμα τη συμμετοχή των Πλαταιέων) να είχε «χαϊδέψει τ’ αυτιά» των Αθηναίων, οι οποίοι εσφαλμένα αποδέχτηκαν ένα τόσο υπερφίαλο επίγραμμα (μάλλον όντας ακόμα συνεπαρμένοι από την περίλαμπρη νίκη).

Εξυπακούεται βέβαια πως μ’ αυτή την επιγραφή οι Αθηναίοι προπαγάνδιζαν ταυτόχρονα το δημοκρατικό τους πολίτευμα, εκθειάζοντάς το στα μάτια των κατοίκων των άλλων πόλεων, κάτι που προφανώς δεν θα είχε αρέσει στους ανά την Ελλάδα ολιγαρχικούς κυβερνώντες. Δυστυχώς την εποχή εκείνη είχε επίσης απορριφθεί η ανάθεση της συγγραφής του επιγράμματος στον ξακουστό τραγωδοποιό του θεάτρου Αισχύλο, παρόλο που είχε άμεση αντίληψη της μάχης, όντας ένας εκ των Μαραθωνομάχων (όπως επίσης δέκα χρόνια αργότερα ένας εκ των Αρτεμισιομάχων και Σαλαμινομάχων, υπερασπιζόμενος έτσι αταλάντευτα και «κατ’ εξακολούθηση» την πόλη του).                             

Είναι επίσης πιθανό πως με το επίγραμμα του Μαραθώνα δόθηκε η «ευκαιρία» στις ολιγαρχικές πόλεις να κατηγορούν (έστω κι ανεπίσημα) τους Αθηναίους για αλαζονική (αν όχι ακόμα και προσβλητική) συμπεριφορά, κάτι που κατά πως φαίνεται οδήγησε μεταξύ άλλων γεγονότων στην ελληνική ήττα των Θερμοπυλών (σχετ. πρβλ. Αγγλιστί κι Ελληνιστί).                                                                

Σημαντικότερες όμως ήταν τελικά οι επιπτώσεις όσον αφορά τον εξοβελισμό της δημοκρατίας από την παγκόσμια ιστορική σκηνή κατά τις χιλιετίες που επακολούθησαν...               

Σύμφωνα λοιπόν με την οπτική του αρθρογράφου του παρόντος σύντομου σημειώματος, στο προαναφερόμενο επίγραμμα θα ήταν πιο ευεργετικό εάν ήταν αναγραμμένο: Πατρίδος προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι μετά Πλαταιέων Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν, όπου με τη λέξη «πατρίδος» θα μπορούσε να υπονοηθεί οποιαδήποτε περιοχή όπου υπήρχαν ελληνικές πόλεις (π.χ. ακόμα και της Σικελίας), δίχως όμως να τίθενται σε κίνδυνο τα πρώτα βήματα της δημοκρατίας, όπως αυτό το πολιτικό σύστημα είχε επινοηθεί («εφευρεθεί») στην αρχαία Ελλάδα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ