ΤΑ ΑΠΩΤΕΡΑ (ΜΥΧΙΑ;)
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ
ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ Α΄
(Κατά την εκστρατεία του Δούναβη)
(Σημ: Πριν από δύο χρόνια είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο το αντίστοιχο άρθρο στην Αγγλική. Σήμερα δίνεται πλέον η δυνατότητα της παρουσίασής του επίσης στην Ελληνική)
Του Δ-ρα Νίκου Α. Πουλιανού
Βορείως της περσικής αυτοκρατορίας, εκατέρωθεν του Καυκάσου, ζούσαν διάφορα σκυθικά (αρχαια παρα-σλαβικά) φύλα. Αυτά ήσαν νομαδικά, δεν ήταν δηλαδή ακόμα μόνιμα εγκατεστημένα σε γεωργικές κοινότητες, όπως αντιθέτως έκαναν ήδη από τη νεολιθική εποχή οι γείτονές τους (κυρίως στη Μεσοποταμία). Έτσι οι Σκύθες, όπως εξάλλου οι Κιμμέριοι προς τη Β. Α. Τουρκία, αλλά παλαιότερα και οι Μήδοι (ή ακόμα και οι ίδιοι οι Πέρσες), μαζί με τις θηρευτικές (κυνηγητικές) δραστηριότητες, προέβαιναν επίσης σε λεηλασίες και αρπαγές του πλούτου των νοτίων (κυρίως) γειτόνων τους, ειδικά από την εποχή των πολύ «σκληροτράχηλων» Σουμερίων και μετά.
Πολύτιμοι
πόροι
Ο πλούτος αυτός δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος, καθότι περιελάμβανε σκλάβους, κοπάδια ζώων, γεωργικά προϊόντα, διάφορα χειροποίητα βιοτεχνικά καλούδια (ρουχισμό, εργαλεία, σέλες, κοσμήματα), όπως επίσης γυναίκες για αναπαραγωγικές κλπ «ανάγκες». Εκτός από τα σημαντικά κέρδη, θα υπήρχαν προφανώς κι ανθρώπινες απώλειες, πιθανόν όμως αμελητέες για τους επιδρομείς, καθότι ενδεχομένως θα εξισορροπούνταν από την προοπτική της περιπέτειας και της «διασκέδασης».
Αντάρτικες
επιδρομές
Η επιτυχία των επιδρομών βασιζόταν σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις εκ μέρους ευέλικτων «αντάρτικων» ομάδων, οι οποίες αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ιππείς. Οι επιδρομές αυτές επικεντρώνονταν σε περιοχές που φυλάσσονταν από λίγους σχετικά στρατιώτες, από εκείνους που ήταν κατανεμημένοι σε διάφορα σημεία της μεθορίου, με πιθανότερο σκοπό να προσδίδεται μια αίσθηση ασφάλειας στους μόνιμους κατοίκους, μαζί βεβαίως με το να ειδοποιούνται στη συνέχεια μεγαλύτερα τμήματα στρατού. Έτσι, έως ότου γινόταν εφικτό να συγκεντρωθεί ένα αξιόμαχο στράτευμα προς καταδίωξη των επιδρομέων, οι τελευταίοι είχαν ήδη αποσυρθεί στις αχανείς εκτάσεις που διέθεταν στα δύσβατα και αφιλόξενα μονοπάτια των μετόπισθέν τους.
Επομένως, για τις μοναρχικές αυλές (ακόμα και τις προηγούμενες ασσυριακές κλπ), οι αντίστοιχες απώλειες σε ζωές των γεωργών σήμαιναν, εκτός από πλήγμα στο αυτοκρατορικό γόητρο, συνυπολογιζόταν επίσης η συλλογή λιγότερων φόρων από τις περιοχές όπου είχαν γίνει οι επιδρομές. Φυσικό λοιπόν επόμενο ήταν ο τακτικός στρατός να καταδίωκε τους επιδρομείς, γνωρίζοντας πάντως εκ των προτέρων ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει κάτι το σημαντικό. Έτσι είναι πιθανό το όλο ζήτημα να αναγόταν τελικά σε στατιστικούς υπολογισμούς, όπως π.χ. το πόσοι φόροι χάνονταν ή κατά πόσο συνέφεραν τα έξοδα για τη συντήρηση επιπλέον στρατού.
Ο
Δαρείος εν
κινήσει
Με την πάροδο του χρόνου οι επιδρομές γίνονταν ολοένα και πιο συχνές, ανάλογα π.χ. και με το πόσο αυξανόταν (έστω κι αργά) οι πληθυσμοί των Σκυθών, των προαιώνιων εχθρών των Μήδων και των Περσών. Λαμβάνοντας υπόψη τ' ανωτέρω, καθώς επίσης ότι η περσική αυτοκρατορία (όπως και κάθε άλλη) είτε θα επεκτεινόταν, είτε θα άρχιζε να συρρικνώνεται, ο Δαρείος (550-486 π. Χ.) εξεστράτευσε και μάλιστα αυτοπροσώπως το 512 βορείως του Δούναβη (μέσω του Δέλτα του μεγαλύτερου ποταμού της Κ. Ευρώπης και το πιθανότερο στις αρχές του καλοκαιριού) με ένα πρωτόγνωρα πολυάριθμο για την εποχή στρατό.
Όπως γράφει ο «πατέρας της ιστορίας» Ηρόδοτος, στους υποτελείς στον Δαρείο τυράννους των ιωνικών πόλεων (Εφέσου, Μιλήτου, Σμύρνης κλπ), μαζί με τους πλοιάρχους τού στόλου τους, οι οδηγίες του «βασιλέα των βασιλέων» ήταν πως έπρεπε να περιμένουν 60 ημέρες μέχρι την επιστροφή του, και μόνο μετά ήταν δυνατόν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Όμως, επειδή οι Σκύθες του Δουνάβεως (συνεπικουρούμενοι επίσης από ολοένα και περισσότερα συγγενικά φύλα της περιοχής, όπως οι Γέτες κ.ά.) εφάρμοσαν την τακτική της συνεχούς υποχώρησης, αυτό υποχρέωσε τους Πέρσες σε καταδίωξη, γεγονός που στο τέλος τους εξουθένωσε μέχρι του σημείου της παραλίγο εκμηδένισής τους. Οι προτροπές των Σκυθών προς τους Ίωνες ήταν να φύγει ο στόλος, αλλά αυτός ήταν που τελικά διέσωσε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την καταστροφή, καθότι οι μικρασιάτες τύραννοι παρέμειναν στο Δούναβη (πιθανότατα ειδοποιημένοι από τον Δαρείο) για παραπάνω χρονικό διάστημα από εκείνο των 60 ημερών. Μάλιστα, το γεγονός της επιπλέον παραμονής των Ιώνων στο Δέλτα του Δούναβη, είχε τεράστιο αντίκτυπο λίγα χρόνια αργότερα στις μάχες του Μαραθώνα το 490, της Σαλαμίνας το 480 και των Πλαταιών το 479 π. Χ.
Υπολογίζοντας μια μέση διανυόμενη απόσταση στα πεδινά παράλια των ~25 χλμ. ημερησίως (διαμέσου της σημερινής Ρουμανίας, Ουκρανίας και Ν. Ρωσίας), καθώς και θεωρώντας ως δεδομένο ότι ο Δαρείος διέσχισε επίσης τον «Ήσυχο Ντον» ποταμό, ο αυτοκρατορικός στρατός πρέπει να είχε προχωρήσει γύρω στα 1000 και πλέον χλμ. (φτάνοντας πιθανόν ανατολικά του Στάλινγραντ, στην περιοχή περίπου του σημερινού Ροστόφ). Ο Ηρόδοτος γράφει ότι με τους Σκύθες να υποχωρούν συνεχώς, οι Πέρσες δεν ήταν πλέον δυνατόν να συνεχίσουν την καταδίωξή τους. Έτσι, φαίνεται ότι ο περσικός στρατός ουδέποτε ενεπλάκη σε κανονική μάχη με τους Σκύθες, οι οποίοι προέβαιναν μόνο σε ολιγόωρες ξαφνικές επιδρομικά αντεπιθέσεις.
Με ανάλογους των παραπάνω υπολογισμών συμπεραίνεται ότι ο Δαρείος επέστρεψε τελικά περί τις 65 (ή ακόμα και τις 80) ημέρες αφότου είχε ξεκινήσει.
Οι
μύχιοι σκοποί
του Δαρείου
Με βάση τα ανωτέρω, αναφύονται τρία κυρίως ερωτήματα: Ποίος ήταν ο λόγος που εκ προοιμίου ο Δαρείος είχε διατάξει τους Ίωνες πλοιάρχους να περιμένουν δύο μήνες για την επιστροφή του; Άραγε ο Πέρσης μονάρχης είχε επίσης κατά νου άλλα, πιο μεγαλεπήβολα, σχέδια; Μήπως μόνο στα φανερά προπαγανδιζόταν ως σκοπός της εκστρατείας η υποταγή των περιοχών βορείως του Δούναβη, ενώ στους αυτοκρατορικούς στόχους συμπεριλαμβανόταν στην πραγματικότητα η υπερκέραση του Καυκάσου και η περικύκλωση (μέσω του σημερινού Καζαχστάν και Τατζικιστάν) των Σκυθών που ζούσαν δυτικά της Κασπίας, ώστε με την εξουδετέρωσή τους να μην απειλείται πλέον από το Bορά η ίδια η πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας;
Για στρατιωτικούς κ. ά. λόγους παρόμοια σχέδια ο Δαρείος προφανώς δεν θα διέδιδε δεξιά κι αριστερά, παρά ίσως να τα είχε μοιραστεί μόνο με ελάχιστους έμπιστους στρατηγούς (όπως π.χ. τον τετραπέρατο πεθερό του Γωβρύα). Η στενή παράλια λουρίδα πεδινής γης ανατολικά του Καυκάσου (σημερινή Γεωργία), που κατείχαν οι Κιμμέριοι, πρέπει να ήταν επίφοβη για την επιστροφή του στρατεύματος στην Περσία, ιδίως με τους Σκύθες στα μετόπισθεν. Ενδεχομένως εάν είχαν υποτάξει τους λαούς του Δούναβη θα μπορούσε να ήταν κι αυτό ένα εναλλακτικό στρατηγικό σχέδιο. Μετά όμως από την αποτυχία της πέραν του Δούναβη εκστρατείας, ίσως ακόμα και με σκοπό την αποφυγή οποιωνδήποτε αρνητικών σχολίων εναντίον της αυτοκρατορικής αυλής, τα σχέδια αυτά πρέπει σκόπιμα να διατηρήθηκαν (καλά) κρυμμένα. Οιεσδήποτε από τις ανωτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις (φανερές ή κρυφές) πρέπει εξάλλου να είχαν προετοιμαστεί με την αρωγή των καλά οργανωμένων αυτοκρατορικών «μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών» (όπως συμπεραίνεται εξάλλου από τα τεκταινόμενα κατά την κατοπινή εξέγερση των ιωνικών πόλεων).
Ίσως λόγω της προχωρημένης ηλικίας (σημ: για την εποχή του 6ου π. Χ. αι.), αλλά και μιας γενικότερης εξάντλησης, 20 χρόνια αργότερα, το 492, κατά την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας (με τις «ενοχλητικές» για τα απολυταρχικά καθεστώτα δημοκρατίες), ο Δαρείος ανέθεσε την αρχηγία του στρατού στον Μαρδόνιο (όπως επίσης το 490 στους «χρυσοφόρους Μήδους» Δάτη και Αρταφέρνη), οι οποίοι πάντως επέστρεψαν (σχεδόν) άπραγοι στις Σάρδεις και τα Σούσα.
Εναλλακτικός
«εκπολιτισμός»
Όταν μετά από ορισμένα χρόνια οι Σκύθες «εκπολιτίστηκαν», μερίμνει πιθανόν επίσης των Περσών, αποκτώντας έτσι δικά τους κοπάδια και γεωργία, οι επιδρομές ουσιαστικά σταμάτησαν (με αποτέλεσμα όμως να είναι στη συνέχεια και οι ίδιοι ευάλωτοι στις εξ ανατολών μογγολικές επιθέσεις).
Ανάλογα επιτυχή
στρατηγήματα
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί επιπρόσθετα ότι παρόμοιες συνθήκες πρέπει να είχαν γεννήσει ανάλογα στρατηγήματα. Ως τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν οι επιδρομές των Μογγόλων στην Κίνα, οι οποίες από τη μια προκάλεσαν την ανέγερση του σινικού τείχους, αλλ’ από την άλλη (έμμεσα) την εμφάνιση στη συνέχεια «αιμοσταγών» ορδών όπως π.χ. των Ούνων.
Πάντως στη μνήμη των σκυθικών και συνακόλουθα των σλαβικών φύλων πρέπει να διατηρήθηκε το στρατήγημα της μακράς υποχώρησης στα μετόπισθεν, που σαν αποτέλεσμα ήταν να έχαναν τελικά τους πολέμους οι κατά καιρούς εισβολείς στις αχανείς τους εκτάσεις τόσο από τη Δύση (Πολωνών, Γάλλων ή Γερμανών), όσο κι από την Ανατολή (κατά την πολυετή κατοχή μεγάλου μέρους των ρωσικών εδαφών). Είναι εξάλλου πιθανό οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί να αντιμετώπισαν ανάλογα στρατηγήματα, αλλά για τις εποχές αυτές οι ιστορικές πληροφορίες είναι ακόμα λίγες.
Τα 200 και πλέον χρόνια που οι Ευρωπαίοι καθυστέρησαν να φτάσουν από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό ωκεανό, δείχνει πάλι πως ένα είδος αντάρτικων διεισδυτικών επιθέσεων των γηγενών «Ινδιάνων» της Β. Αμερικής ενάντια στους καταυλισμούς των ολοένα αυξανόμενων αποίκων, μπορεί να οφείλονται σε αντίστοιχες «σιβηριανές» τακτικές.
Ενδέχεται εξάλλου 2-3 χρόνια μετά τον πόλεμο στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων (το 1919), παράλληλα με τον οπλισμό που ο Λένιν παραχώρησε στον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) ή τη συνδρομή των Κούρδων κ.ά. εθνών, εκτός από Γερμανούς αξιωματικούς, σοβιετικοί επίσης στρατηγοί (όπως ο Ουκρανός Βοροσίλωβ ή ο Φρούντζε από το Τουρκμενιστάν), να ορμήνεψαν τους Τούρκους για την εφαρμογή στη Μ. Ασία ανάλογων με τις προαναφερόμενες «ασιατικές» τακτικές (σε μικρότερη βεβαία κλίμακα). Έτσι, μπορεί ο ελληνικός στρατός να έφτασε στις πύλες της Άγκυρας, κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο των αρχών του 20ου αιώνα για τη διεκδίκηση (βασικά) της δυτικής Μικράς Ασίας, το κυριότερο όμως αποτέλεσμα ήταν οι εκεί Ίωνες να οδηγηθούν τελικά στον σχεδόν «ολοκληρωτικό» αφανισμό τους.
Αντί επιλόγου
Βάσει της παραπάνω θεωρητικής προσέγγισης, όσον αφορά τη διαχρονική αλληλεπίδραση των προαναφερόμενων ιστορικών γεγονότων, η παρούσα περιληπτική ανασκόπηση (μαζί με τον αρχικό της τίτλο: Δαρείος, Αττίλας, Ναπολέων και Χίτλερ) μπορεί να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και κατά συνέπεια από το ευρύτερο επίσης κοινό.
(ΥΓ: Ως απαρχή έμνευσης για την συγγραφή του παραπάνω άρθρου, ευγνωμοσύνη εκφράζεται στον εκλιπόντα συγγραφέα Άλαν Λόιντ, ο οποίος μας άφησε κληρονομιά ένα μυθιστορηματικό βιβλίο σχετικά με τη μάχη του Μαραθώνα).