Αριθμός 743/2017

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Α1' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεράσιμο Φουρλάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Επιστημονικού και μη κερδοσκοπικού Σωματείου με την επωνυμία «ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Τρίπλη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που στην υπό κρίση υπόθεση εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2011 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4213/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 958/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/1/2015 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Πέππας ανέγνωσε την από 27/4/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 286 περ. α' ΚΠολΔ η δίκη διακόπτεται αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπός του ή συμβεί άλλη μεταβολή στο πρόσωπο κάποιου από αυτούς, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της δικαστικής παράστασής του. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 286 εδ. α' ΚΠολΔ, βίαιη διακοπή της δίκης προκαλείται και όταν έλαβε χώρα γεγονός, το οποίο, ναι μεν δεν επηρεάζει την ικανότητα του διαδίκου προς παράσταση στο δικαστήριο, πλην όμως μεταθέτει την έως τώρα νομιμοποίηση του διαδίκου που διεξάγει τη δίκη σε άλλο πρόσωπο. Εξ άλλου, δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 287 ΚΠολΔ γνωστοποίηση της βίαιης διακοπής της δίκης, όταν ο λόγος αυτής δεν είναι πραγματικό γεγονός, αλλά ο ίδιος ο νόμος, ο οποίος ρυθμίζει με άλλο τρόπο τη νομιμοποίηση του διαδίκου και τον οποίο οφείλει να γνωρίζει και ο αντίδικος, χωρίς να υπάρχει ανάγκη γνωστοποίησης σ’ αυτόν της νομοθετικής μεταβολής, που επήλθε και από την οποία προκλήθηκε η διακοπή της δίκης (ΑΠ 65/2004, ΑΠ 1252/2004). Σε περίπτωση, όμως, που το διακοπτικό γεγονός επέλθει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγώνας, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης. Σε κάθε δε περίπτωση, τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, απευθυνόμενα κατά προσώπου, ως προς το οποίο δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου έχει μετατεθεί η νομιμοποίηση σε άλλο πρόσωπο, είναι άκυρα. Περαιτέρω, με το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 4049/2012, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αρ. 35, τ. A της 23.2.2012 και, σύμφωνα με το άρθρο 54 του νόμου, ισχύει από τη δημοσίευσή του, «τα ακίνητα που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα και στα παρακάτω τοπογραφικά διαγράμματα, τα οποία σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύονται με τον παρόντα νόμο, ιδιοκτησίας του EOT, των οποίων τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ασκεί η “ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.”, (ΕΤΑΔ ΑΕ) πρώην “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ (ΕΤΑ ΑΕ), περιέρχονται χωρίς αντάλλαγμα κατά κυριότητα στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, το οποίο από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου υποκαθίσταται αυτοδικαίως στη θέση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT) και της εταιρείας “ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.”, (ΕΤΑΔ ΑΕ) πρώην “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ (ΕΤΑ ΑΕ), αντίστοιχα». Μεταξύ των ακινήτων που περιγράφονται στον πίνακα που ακολουθεί τη διάταξη αυτή περιλαμβάνεται, στον αριθμό 5, το επίδικο στην ένδικη υπόθεση ακίνητο “Σπήλαιο Πετραλώνων”, εκτάσεως 179.230 τμ, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Νέας Προποντίδας Χαλκιδικής. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η δυνάμει του ν. 4049/2012 μετάθεση της νομιμοποίησης της 2ης αναιρεσίβλητης που μετονομάστηκε σε ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΕΤΑΔ ΑΕ), στο Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού) και παριστάμενο στη δίκη 1ο αναιρεσίβλητο, έλαβε χώρα, στις 23.2.2012, ήτοι μετά την έκδοση της οριστικής 4213/14.2.2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και πριν την άσκηση της εφέσεως (6/4/2012). Συνεπώς, με βάση τα αναφερθέντα στην αρχή, η αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2ης αναιρεσίβλητης, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη.

Με το άρθρο 9 παρ. 13 του ν. 2557/1997 ορίσθηκαν τα εξής: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Πολιτισμού αποδίδονται στο Υπουργείο Πολιτισμού χώροι που εκμεταλλεύεται ο Ε.Ο.Τ., οι οποίοι έχουν αρχαιολογικό ή σπηλαιολογικό ενδιαφέρον, για τη διασφάλιση της αρχαιολογικής ή κάθε άλλης συναφούς επιστημονικής έρευνας. Με βάση την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση ο Υπουργός Πολιτισμού εκδίδει πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής οποιουδήποτε νέμεται, κατέχει ή χρησιμοποιεί τους χώρους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος αυτή. Τρίτοι που τυχόν έχουν συμβατικά δικαιώματα χρήσης των παραπάνω χώρων μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση με δικαιοπάροχο τον Ε.Ο.Τ.». Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ν. 3207/2003, με το άρθρο 10 παρ. 28 του οποίου, προστέθηκε στην ως άνω παρ. 13 του άρθρου 9 του ν. 2557/1997 νέο εδάφιο, πριν από το τελευταίο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, όπως ίσχυε, με το εξής περιεχόμενο : «Με την έκδοση του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής λύεται αυτοδικαίως κάθε σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) ή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» και οποιουδήποτε τρίτου και αφορά στους αποδιδόμενους, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στο Υπουργείο Πολιτισμού χώρους». Έτσι, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3207/2003 ο νομοθέτης υπήγαγε στην σφαίρα της κρατικής παρεμβάσεως ορισμένη κατηγορία συμβάσεων (στην οποία περιλαμβάνεται και η επίμαχη), για τους αξιολογηθέντες από αυτόν ως δημοσίου συμφέροντος λόγους προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και όρισε ότι με την έκδοση του οικείου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής επέρχεται κυριαρχικώς λύση της σχετικής έννομης σχέσεως. Συνεπώς, τα κατά τις εν λόγω διατάξεις εκδιδόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, εκδίδονται κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και ως εκ τούτου συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων δημιουργεί ακυρωτική διαφορά, υπαγομένη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 95 του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολ ΣτΕ 88/2011). Τούτο δε, ακόμη και εάν, η υποκείμενη σύμβαση διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 13 ν. 2557/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003, επιδιώχθηκε η απόδοση στο Υπουργείο Πολιτισμού χώρων αρχαιολογικού ή σπηλαιολογικού ενδιαφέροντος (σπήλαια, τουριστικά ακίνητα κ.λ.π.), που είχαν περιέλθει στην κυριότητα ή χρήση τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Συνεπώς, με τις επίμαχες διατάξεις εισάγονται γενικές ρυθμίσεις, που επιβάλλονται από λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των αρχαιοτήτων, κατά τη ρητή, άλλωστε, περί τούτου συνταγματική πρόβλεψη. Η, κατά τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, γενική ρύθμιση του άρθρου 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην, κατά παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ανατροπή των εκδοθεισών για την επίδικη υπόθεση δικαστικών αποφάσεων δεδομένου ότι δεν επιδιώκεται η μεταβολή του χαρακτήρα της επίμαχης συμβάσεως, ως ιδιωτικής, ούτε η νομιμότητα της παραχωρήσεως της χρήσεως του επίμαχου αρχαιολογικού χώρου κατά το παρελθόν αμφισβητείται, αλλά με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση εκδηλώνεται η βούληση του Δημοσίου να επέμβει σε συμβάσεις, όπως η επίμαχη και να τις λύσει. Η επέμβαση δε αυτή δεν παραβιάζει την κατοχυρούμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία σύναψης συμβάσεων, εφόσον αποβλέπει στην εκπλήρωση του σκοπού της προστασίας και της ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, κινείται δε εντός των ορίων που χαράσσει η αρχή της αναλογικότητας, δοθέντος ότι προβλέπεται ρητά στο νόμο δυνατότητα αποζημιώσεως όσων είχαν συμβατικά δικαιώματα χρήσεως των επίμαχων χώρων (Ολ. ΣτΕ 88/2011)

Σημειώνεται, ότι ακόμα και στις περιπτώσεις δικαστικής προσβολής πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής που εκδίδεται κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων, και μάλιστα, είτε πρόκειται για ιδιωτική έκταση είτε για δημόσια κτήση, προκαλείται ιδιωτικού δικαίου διαφορά, μόνον όταν ο αιτούμενος δικαστικής προστασίας αντιτάσσει ίδιο ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί του δημοσίου κτήματος, από το οποίο και αποβάλλεται, με συνέπεια αντικείμενο της διαφοράς να είναι η ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων, δηλαδή δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου, επί των κτημάτων αυτών. Αντιθέτως, όταν η αμφισβήτηση αφορά στην, εξ αντικειμένου, νομιμότητα του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, χωρίς όμως ο ιδιώτης να επικαλείται ίδια εμπράγματα δικαιώματα επί της έκτασης, από την οποία και αποβάλλεται, τότε το πρωτόκολλο συνιστά πράξη δημόσιας εξουσίας, η δε σχετική διαφορά είναι διοικητική (ΣτΕ 1152/2015).

Στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με το επισκοπούμενο περιεχόμενο της ένδικης ανακοπής, το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον επιστημονικό, μη κερδοσκοπικό Σωματείο «Ανθρωπολογική Εταιρία Ελλάδος» ζήτησε την ακύρωση του προσβαλλόμενου Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής του Υπουργού Πολιτισμού και της επιταγής προς συμμόρφωσή του προς το εν λόγω Πρωτόκολλο, με το οποίο αποβλήθηκε από το αναφερόμενο σ’ αυτό ακίνητο στην κτηματική περιοχή του Δ.Δ του Δήμου Προποντίδας Χαλκιδικής, εντός της οποίας βρίσκεται το Σπήλαιο Πετραλώνων και κτιριακές εγκαταστάσεις και η οποία παραχωρήθηκε σ' αυτό, δυνάμει της από 8/4/1981 έγγραφης σύμβασης χρησιδανείου μεταξύ του ίδιου και του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT), με την εκ μέρους του υποχρέωση φύλαξης συντήρησης και διαχείρισης του χώρου και των εγκαταστάσεων του και η οποία το έτος 1983 κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα, σχετικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της ανωτέρω ανακοπής του αναιρεσείοντος κατά του επίμαχου πρωτοκόλλου: «...Ήδη, με την ένδικη ανακοπή, όπως το περιεχόμενό της αναλυτικά προπαρατίθεται, το ανακόπτον επικαλούμενο ότι σε εκτέλεση του παραπάνω Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής, αποβλήθηκε από το καθ' ου από τον προσδιοριζόμενο χώρο του Σπηλαίου Πετραλώνων, ζητά την ακύρωση της εκτέλεσης αυτής και της επιδοσθείσας σ’ αυτό πράξης προς συμμόρφωση, επικαλούμενο ότι το εν λόγω πρωτόκολλο δεν εκδόθηκε νόμιμα από τον Υπουργό Πολιτισμού, «λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποιήσεως του Ελληνικού Δημοσίου», για την έκδοσή του, διότι, όπως ειδικότερα ισχυρίζεται, «μόνο η διάδοχος του EOT ανώνυμη εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης ΑΕ νομιμοποιείται και έχει δικαίωμα να το αποβάλλει από τον χώρο του Σπηλαίου, τηρούμενων φυσικά των νόμιμων προϋποθέσεων και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, δια Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής που εκδίδεται από τον Υπουργό Πολιτισμού» και διότι, όπως επίσης ισχυρίζεται, έχει ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για τις οποίες προβάλλει ένσταση επισχέσεως και έτσι «προ πάσης αποβολής μου, ανεξάρτητα από την ως άνω ένστασή μου, αν το Ελληνικό Δημόσιο νομιμοποιείται στην έκδοση του ως άνω Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής, όφειλε το Ελληνικό Δημόσιο και δη το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, το οποίο εποπτεύει την ΑΕ με την επωνυμία "Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης", να του καταβάλλει τις ως άνω ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του, οι οποίες του οφείλονται με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις». Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη ανακοπή είναι απορριπτέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του ΚΠολΔ, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον μ' αυτήν ζητείται η ακύρωση της σε βάρος του ανακόπτοντος, επισπευθείσας από το καθ' ου Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 13 του ν. 2557/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003, αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το υπ' αριθμό ΥΠΠΟ/ ΑΠΑΑΛ/Φ.01-8/2639/40/16-1-2004 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής, που εκδόθηκε από τον Υπουργό Πολιτισμού, κατά τις διατάξεις αυτές και το οποίο, όπως προεκτίθεται, εκδόθηκε κατ' ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της οποίας δημιουργεί ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικράτειας, ανεξάρτητα από το αν η υποκείμενη σχέση διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και συνακόλουθα και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης του Πρωτοκόλλου αυτού, από το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 13 του ν. 2557/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003, κρίνεται ότι δημιουργεί διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών και όχι των πολιτικών Δικαστηρίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε όμοια και απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται και αυτεπάγγελτα....δεν έσφαλε και όσα αντίθετα υποστηρίζει σχετικά, με το μοναδικό λόγο της έφεσής του το εκκαλούν είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει επομένως, ν' απορριφθεί η έφεση, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν...». Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, κατ’ όμοια κρίση με εκείνη του Πρωτοδικείου, αναφορικά με τη φύση της ένδικης διαφοράς, ως ακυρωτικής διαφοράς και εντεύθεν την υπαγωγή της στη δικαιοδοσία των διοικητικών και όχι των πολιτικών δικαστηρίων, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 13 του ν. 2557/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003, σύμφωνα με τις οποίες κατά τις παραδοχές του Εφετείου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, ούτε παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης με τους οποίους το ανακόπτον, ισχυριζόμενο τα αντίθετα, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλομένη τις πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (με τον πρώτο λόγο) και από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατ’ ορθή εκτίμηση του δεύτερου λόγου), αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί, όμως ο παραπάνω λόγος προϋποτίθεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των συντεταγμένων του δεδικασμένου. Λρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παρά το νόμο παραβίασε το δεδικασμένο που προκύπτει από τις επικαλούμενες αποφάσεις των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, με τις οποίες κρίθηκε, ότι η από 8/4/1981 σύμβαση χρησιδανείου μεταξύ EOT και του αναιρεσείοντος είναι ιδιωτικού δικαίου και οι εξ αυτής προκύπτουσες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Ο λόγος είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι στην αναιρεσιβαλλομένη, σύμφωνα με το επισκοπούμενο περιεχόμενό της, δεν υπάρχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου. Ανεξαρτήτως τούτου στηρίζεται και σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι ο χαρακτήρας της επίμαχης σύμβασης ως ιδιωτικού δικαίου, δεν αναιρεί το ότι τα εκδιδόμενα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 13 ν. 2557/1997, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 28 του ν. 3207/2003, πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων στο φάκελο της δικογραφίας από το αναιρεσείον δικαστικών αποφάσεων, σε καμία από αυτές υπήρξε αντικείμενο της δίκης εκτελεστή διοικητική πράξη, ήτοι πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, εκδοθέν κατ' ενάσκηση δημοσίας εξουσίας, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Αντιθέτως, αντικείμενα εκείνων των δικών αποτέλεσαν, πράγματι, διαφορές ιδιωτικού δικαίου, προκύπτουσες από καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου εκ μέρους του Ε.Ο.Τ, από διεκδίκηση από το αναιρεσείον διαφορών για λειτουργικές δαπάνες του παραχωρηθέντος κατά χρήση ακινήτου που κατέβαλε και βάρυναν κατά τη σύμβαση τον Ε.Ο.Τ., καθώς και από καταλογισμό από τον γενικό Γραμματέα του Ε.Ο.Τ ποσού 22.659.800 ευρώ σε βάρος του αναιρεσείοντος για εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα έσοδα από διάθεση εισιτηρίων, κατά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης.

Με τον τέταρτο λόγο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη «πράγμα» και δη τον προταθέντα με λόγο της ανακοπής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για έκδοση του επίμαχου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Ο λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι ούτε το πρωτοβάθμιο, ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προχώρησαν στην εκδίκαση της ανακοπής, αλλά την έκριναν απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας τους.

Κατ’ ακολουθίαν, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί και ως προς το 1ο αναιρεσίβλητο και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του 1ου αναιρεσιβλήτου σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με άρθρο 22 ν. 3693/1957, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2/12/2015 αίτηση του αναιρεσείοντος επιστημονικού, μη κερδοσκοπικό Σωματείο ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, για αναίρεση της 958/2015 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Επιβάλλει στο αναιρεσείον τα δικαστικά έξοδα του 1ου αναιρεσιβλήτου, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου

2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Ο  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ