ΑΤΕΛΩΣ
ΔΗΜΟΣΙΟ
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Του
Ελληνικού
Δημοσίου,
νομίμως
εκπροσωπούμενου
από τον
Υπουργό
Οικονομικών
και εν
προκειμένω τον
Υπουργό
Πολιτισμού.
ΚΑΤΑ
Του
επιστημονικού
σωματείου με
την επωνυμία «Ανθρωπολογική
Εταιρία
Ελλάδος», που
εδρεύει στην Αθήνα,
Δαφνομήλη αρ.5 ,
νομίμως
εκπροσωπούμενου.
Πρόκειται
να συζητηθεί
ενώπιον του
Δικαστηρίου σας,
κατά την
δικάσιμο της 28.1.2010
(αριθ. πιν. 19Σ), η
από 11.6.2009 (αριθ. καταθ.
23831/2009) αγωγή μου
κατά του ως άνω
αντιδίκου,
προς αποδοχή
της οποίας ως
νόμιμης,
βάσιμης και
αληθινής
επάγομαι και
τα ακόλουθα:
Α.
Κατά το άρθρο 303
ΑΚ, όποιος έχει
τη διαχείριση
μιας ολικά ή
μερικά ξένης
υπόθεσης,
εφόσον η
διαχείριση
συνεπάγεται
εισπράξεις και
δαπάνες, έχει
υποχρέωση να
λογοδοτήσει.
Για το σκοπό αυτόν
ο δοσίλογος
οφείλει να
ανακοινώσει
στο δεξίλογο
λογαριασμό που
να περιέχει
αντιπαράθεση
των εσόδων και
των εξόδων,
καθώς και ό,τι
προκύπτει από
την
αντιπαράθεση
αυτή και να
επισυνάψει τα
δικαιολογητικά
εφόσον
συνηθίζονται.
Εάν ο
δοσίλογος δεν
προβαίνει
εξωδίκως σε
ανακοίνωση
προς τον
δεξίλογο λογαριασμού,
ή εάν ο
λογαριασμός
που ανακοίνωσε
ο δοσίλογος
δεν είναι
κανονικός,
κατά τους
όρους και τον
τύπο που
αναφέρθηκαν,
δεν
εκπληρώνεται η
ως άνω
υποχρέωση του
δοσίλογου και
ο δεξίλογος
δικαιούται να
επιδιώξει την
εκπλήρωση της
πιο πάνω
υποχρέωσης του
δοσίλογου περί
ανακοινώσεως
τον
λογαριασμού,
με αγωγή.
Περαιτέρω, η
δίκη περί
λογοδοσίας
περιλαμβάνει
δύο στάδια.
Κατά το πρώτο
στάδιο, το
Δικαστήριο ερευνά
αν ο
εναγόμενος
έχει υποχρέωση
προς
λογοδοσία.
Προς τούτο
λαμβάνει χώρα
συζήτηση κατά
τις γενικές
διατάξεις
ενώπιον του
Δικαστηρίου,
κατά την οποία
ο εναγόμενος
μπορεί να
αντιτάξει προς
άμυνα κατά της
αγωγής ότι
απαλλάχτηκε
της προς
λογοδοσία υποχρέωσης,
ότι εγκρίθηκε
από το
δεξίλογο, έστω
και σιωπηρά
εξώδικη
λογοδοσία του
ή άλλες
ενστάσεις σε
σχέση με την υποχρέωσή
του για
λογοδοσία, επί
των οποίων το Δικαστήριο
διατάσσει
απόδειξη. Όταν
όμως αποδεικνύεται
η υποχρέωση
προς
λογοδοσία, το
Δικαστήριο
εκδίδει μη οριστική
απόφαση, που το
υποχρεώνει
μέσα σε
ορισμένη
προθεσμία να
καταθέσει
γραπτό
λογαριασμό με
αντιπαράθεση
των εσόδων και
εξόδων που
έγιναν στο πλαίσιο
της
διαχειριστικής
του εξουσίας,
καθώς και όλες
τις
δικαιολογητικές
αποδείξεις ενώ
συγχρόνως με
την ίδια
απόφαση
απειλείται
εναντίον του
χρηματική ποινή
και προσωπική
κράτηση,
σύμφωνα με το
άρθρο 946 ΚΠολΔ.
Στο σημείο
αυτό, αν ο
εναγόμενος δεν
καταθέσει το
λογαριασμό, η
απόφαση που
έχει εκδοθεί
γίνεται
οριστική ως
προς την
υποχρέωση
λογοδοσίας
και, όταν τελεσιδικήσει,
μπορεί να
εκτελεστεί ως
προς τις διατάξεις
της για τη
χρηματική
ποινή και την
προσωπική
κράτηση. Αν
όμως ο
εναγόμενος
συμμορφωθεί
προς την
απόφαση και
καταθέσει
λογαριασμό ή
κατάλογο με
όλα τα σχετικά
έγγραφα, η δίκη
προχωρεί στο
δεύτερο στάδιο,
όπου
ερευνώνται τα
κονδύλια του
λογαριασμού
(άρθρο 475 § 2 ΠολΔ),
εκδίδεται μη
οριστική
απόφαση που
υποχρεώνει τον
ενάγοντα
δεξίλογο να
αποδείξει τις
εισπράξεις και
τον εναγόμενο
δοσίλογο τις
δαπάνες και
την
αναγκαιότητά
τους, ενώ
εξάλλου αν για
τη διευκρίνηση,
εκκαθάριση,
συσχέτιση των
διαφόρων αμφισβητουμένων
κονδυλίων του
λογαριασμού
απαιτούνται
ειδικές
γνώσεις
λογιστικής το
Δικαστήριο διατάζει
και τη
διενέργεια
σχετικής
πραγματογνωμοσύνης.
Μετά δε τη
διεξαγωγή των
αποδείξεων
εκδίδεται
οριστική
απόφαση και η
διαφορά
επιλύεται.
Συνεπώς,
απαραίτητη προϋπόθεση
για την
επακολούθηση
του δεύτερου
σταδίου, είναι
η τήρηση της
προδικασίας
από τον εναγόμενο
δοσίλογο,
δηλαδή η
εκπλήρωση της υποχρέωσης
προς
λογοδοσία, που
υλοποιείται με
την κατάθεση του
λογαριασμού
και των
σχετικών
εγγράφων (ΑΠ 978/1997
ΕλλΔνη 39. 110, ΑΠ 402/1996
ΕλλΔνη 39. 368, ΕφΘ 185/1998
ΕλλΔνη 39.1390).
Β. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα, εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής μου, πραγματικά περιστατικά, σαφώς προκύπτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις λογοδοσίας του αντιδίκου έναντι του Δημοσίου καθόσον το αντίδικο διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται μέχρι σήμερα ξένη υπόθεση (διαχείριση δυνάμει του από 8.4.1981. ιδιωτικού συμφωνητικού που υπογράφηκε μεταξύ του (τότε) Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και της εναγόμενης (χάριν συντομίας Α.Ε.Ε.) του Σπηλαίου Πετραλώνων που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, όπως συνάγεται από τους δ, ια, ιβ και ιγ όρους του ως άνω συμφωνητικού σύμφωνα με τους οποίους «δ.Η Α.Ε.Ε. να υποβάλλει στον Ε.Ο.Τ μέχρι Δεκεμβρίου κάθε έτους ετήσιο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων του επόμενου έτους καθώς και πρόγραμμα εκτελέσεως έργων. Οποιαδήποτε δε τροποποίηση του προγράμματος ή των εκπονηθέντων από τον Ε.Ο.Τ σχεδίων θα τυγχάνει της εγκρίσεως του Ε.Ο.Τ. ια. Τα δικαιολογητικά των εν γένει λειτουργικών δαπανών των εγκαταστάσεων (μισθοδοσίας προσωπικού, νερού, φωτισμού κλπ) θα υποβάλλονται από την Α.Ε.Ε. στη Δ/νση Οικονομικού του Ε.Ο.Τ. από την οποία και θα ελέγχονται ιβ. Όλα τα έσοδα τα προερχόμενα από την διάθεση των εισιτηρίων του Σπηλαίου, Μουσείου, την εκμετάλλευση του αναψυκτηρίου, την πώληση καρτών , εντύπων και γενικά κάθε αντικειμένου που θα πωλείται μέσα στον παραχωρούμενο χώρο και έχει σχέση με το Σπήλαιο, Μουσείο κλπ θα περιέρχονται στον ΕΟΤ. ιγ. Οι επιμέρους ταμίες της Α.Ε.Ε θα υποχρεούνται να παραδίδουν όλες τις εισπράξεις στον υπάλληλο του Ε.Ο.Τ που θα ορισθεί ως υπόλογος διαχειριστής και συντονιστής από την Δ/νση Τουρισμού Μακεδονίας Θράκης ο οποίος θα έχει την ευθύνη της όλης διαχειρίσεως (των εσόδων) και της καταθέσεως τούτων σε ειδικό λογαριασμό στο πλησιέστερο υποκατάστημα της Τραπέζης Ελλάδος»), ενώ περαιτέρω, το εναγόμενο αρνήθηκε και εξακολουθεί να αρνείται μέχρι σήμερα ν’ αποδώσει λογαριασμό στο Ελληνικό Δημόσιο θεωρώντας ως αντισυμβαλλόμενή του την Ε.Τ.Α ΑΕ (βλ. προσκομιζόμενες τις από 26.7.2006 και από 4.6.2009 εξώδικες δηλώσεις του εναγομένου).. Εξάλλου, με την αριθ. ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/ Α1 / Φ.45/ 15813/ 948/ 2.4.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Πολιτισμού, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρ. 9 παρ. 13 του ν.2557/1997 (ΦΕΚ Α' 271/24.12.1997), και με την οποία διατάχθηκε η απόδοση από τον Ε.Ο.Τ. στο Υπουργείο Πολιτισμού της χρήσεως του σπηλαίου και της έκτασης του Ε.Ο.Τ στην οποία βρίσκεται το Σπήλαιο Πετραλώνων μαζί με τις εγκαταστάσεις της, υπεισήλθε , όπως ήδη κρίθηκε με την υπ’ αριθ. 3576/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως του εναγομένου κατά της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του, ο Υπουργός Πολιτισμού, ως εκ της αρχαιολογικής σημασίας του χώρου, για λογαριασμό του Δημοσίου, στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Ε.Ο.Τ. ως αντισυμβαλλόμενος του αντιδίκου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρόδηλο παρίσταται το έννομο συμφέρον μου προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής.
Γ.
Επειδή
προσκομίζω και
επικαλούμαι
προς απόδειξη
των ισχυρισμών
μου τα
ακόλουθα
έγγραφα:
1)
Το από 8.4.1981
ιδιωτικό
συμφωνητικό
που υπογράφηκε
μεταξύ του (τότε)
Ελληνικού
Οργανισμού
Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.)
και του εναγόμενου,
με το οποίο
παραχωρήθηκε
στο εναγόμενο «σωματείο»
για αόριστο
χρονικό
διάστημα η
χρήση της
έκτασης μαζί
με τις εν γένει
εντός αυτής
εγκαταστάσεις
(μουσείο,
αναψυκτήριο,
εκδοτήριο
εισιτηρίων, πάρκινγκ
κλπ.), μέσα στην
οποία
βρίσκεται το
γνωστό Σπήλαιο
Πετραλώνων,
για την
πραγματοποίηση
επιστημονικών
ερευνών, με
υποχρέωση του
εναγόμενου να φυλάσσει,
συντηρεί και
διαχειρίζεται,
υπό την εποπτεία
του Ε.Ο.Τ, τους
χώρους αυτούς.
2)
την υπ’ αριθ. Φ. 16/5680/31.1.1983
απόφαση του
Υπουργού
Πολιτισμού και
Επιστημών (ΦΕΚ
Β’ 290), με την οποία
το Σπήλαιο
Πετραλώνων
μαζί με τον
περιβάλλοντα
χώρο του,
χαρακτηρίσθηκε
ως αρχαιολογικός
χώρος, η δε
ευρύτερη
περιοχή ως
τοπίο
ιδιαιτέρου
φυσικού
κάλλους.
3)
την υπ'
αριθ. 3788/1997 απόφαση
του Εφετείου
Αθηνών, με την
οποία ο Ε.Ο.Τ. υποχρεώθηκε
να παραδώσει
εκ νέου στο
εναγόμενο την
χρήση του
σπηλαίου.
4)
την υπ’
αριθ. 2129/1996 απόφαση
του Συμβουλίου
της Επικρατείας,
που εκδόθηκε
επί αιτήσεων
ακυρώσεως του
εναγόμενου
κατά των υπ’
αριθ. πρωτ. ΑΡΧ /
Α3 / 12629 / 208 /16.5.1997 και ΥΠΠΟ /
ΑΡΧ / Α3 /12804 / 343 /19.5.1997
πράξεων του
Υπουργού
Πολιτισμού, με
τις οποίες,
μεταξύ άλλων,
απαγορεύτηκε η
πρόσβαση των
μελών της
εναγόμενης
στην περιοχή
του σπηλαίου,
και με την
οποία, έγινε δεκτό
ότι, ισχυούσης
της συμβάσεως,
το εναγόμενο
έχει την
αποκλειστική
διαχείριση του
σπηλαίου, του περιβάλλοντος
χώρου και των
συνοδευτικών
εγκαταστάσεων,
και ότι, λόγω
του
αρχαιολογικού
ενδιαφέροντος
του χώρου, το
Υπουργείο
Πολιτισμού
διατηρεί μεν
την ευθύνη και
εποπτεία επί
του χώρου,
δυνάμενο να
τον επιθεωρεί
και να
απευθύνει
συστάσεις και
υποδείξεις για
τα θέματα της
αρμοδιότητός
του, χωρίς όμως
να περιορίζει
το δικαιώματα
του εναγομένου
και χωρίς να
δύναται να
επεμβαίνει, με
μονομερείς
πράξεις του, σε
θέματα
διαχειρίσεως
του χώρου, τα
οποία
αποτελούν αντικείμενο
της μεταξύ του
Ε.Ο.Τ. και του
εναγομένου
συμβάσεως. την
διάρκεια της
ανωτέρω
εκκρεμοδικίας.
5)
την αριθ. ΥΠΠΟ/
ΑΡΧ/ Α1/ Φ.45/ 15813/ 948/ 2.4.1998
κοινή απόφαση
των Υπουργών
Ανάπτυξης και
Πολιτισμού, η
οποία εκδόθηκε
σε εκτέλεση
της διατάξεως
του άρθρ. 9 παρ. 13
του ν.2557/1997 (ΦΕΚ Α' 271/24.12.1997)
και με
την οποία
διατάχθηκε η
απόδοση από
τον Ε.Ο.Τ. στο Υπουργείο
Πολιτισμού της
χρήσεως του
σπηλαίου και
της έκτασης
του Ε.Ο.Τ στην
οποία
βρίσκεται το
Σπήλαιο
Πετραλώνων
μαζί με τις
εγκαταστάσεις
της.
6)
την υπ’ αριθ.
3576/2002 απόφαση του
Συμβουλίου της
Επικρατείας που
απέρριψε την
αίτηση
ακυρώσεως του
εναγομένου κατά
της ως άνω
κοινής
υπουργικής
απόφασης λόγω
ελλείψεως
εννόμου
συμφέροντος
του. Ειδικότερα,
με την απόφαση
αυτή του ΣτΕ
έγινε δεκτό
ότι, εφ' όσον ο
Ε.Ο.Τ. δεν
βρισκόταν στην
χρήση του
χώρου, ούτε θα
μπορούσε να
βρίσκεται
νομίμως σ'
αυτήν όσο το συμβατικό
καθεστώς δεν
είχε εγκύρως
ανατραπεί ή όσο
η αντίδικος
δεν είχε
νομίμως
αποβληθεί από
τον χώρο για
παράβαση
συμβατικού
όρου ή
υποδείξεως του
Υπουργείου
Πολιτισμού,
σύμφωνα με τη
νεότερη αυτή
διάταξη, στην
προκειμένη
περίπτωση ο
Υπουργός Πολιτισμού,
αχ: εκ της
αρχαιολογικής
σημασίας του
χώρου,
υπεισέρχεται.
νια λογαριασμό του
Δημοσίου. στα
δικαιώματα και
υποχρεώσεις
του Ε.Ο.Τ. ως αντισυμβαλλόμενος
της αιτούσης.
Κατ' ακολουθία
της σκέψεως
αυτής, το
Δικαστήριο έκρινε
ότι, από
πλευράς
αντιδίκου και
εφ' όσον, άλλωστε,
με τον νεώτερο
νόμο δεν απαγγέλλεται
ρητώς λύση της
συμβάσεως, μόνη επερχόμενη
με την έκδοση
της πράξεως
εκείνης μεταβολή
ήταν η αλλαγή αντισυμβαλλομένου.
χωρίς αλλαγή
του καθεστώτος
του χώρου, και
συνεπώς ότι η
έκδοση της
πράξεως κατ' ουδέν
επηρέαζε τα
δικαιώματα και
υποχρεώσεις της
στον χώρο.
7)
Το 1567/20.7.2006
έγγραφο της
Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας
-
Σπηλαιολογίας
Βόρειας
Ελλάδας, με το
οποίο
διορίσθηκε ως
υπόλογος για
την είσπραξη
των εσόδων του
σπηλαίου και
την άσκηση
εποπτείας
διαχείρισης, η
μόνιμη
υπάλληλος του
ΥΠΠΟ Άννα
Μπακρατσά και
την από 1.8.2006 πράξη
εμφάνισης και
ανάληψης καθηκόντων
της ανωτέρω.
8)
Το με
αριθ. πρωτ.
102/16.1.2008 έγγραφο της
Εφορείας
Παλαιοανθρωπολογίας
-Σπηλαιολογίας
Βόρειας
Ελλάδας,
9)
Το με
αριθ. πρωτ.
226/4.2.2008 έγγραφο της
Εφορείας
Παλαιοανθρωπολογίας
-Σπηλαιολογίας
Βόρειας
Ελλάδας
10,11)
Τις από 26.7.2006 και
από 4.6.2009 εξώδικες
δηλώσεις του
εναγομένου.
12)
Την υπ’ αριθ.
3906/29.9.2009 έκθεση
επίδοσης της
δικαστικής
επιμελήτριας
του
Πρωτοδικείου
Αθηνών
Σωτηρίας
Μπακρατσή από
την οποία
προκύπτει ότι
ακριβές
αντίγραφο της
υπό κρίση
αγωγής μου με
τις κάτωθι αυτής
πράξεις
καταθέσεως και
προσδιορισμού
δικασίμου μαζί
με κλήση για
παράσταση του
εναγομένου
κατά την
ορισθείσα
δικάσιμο
επιδόθηκε νόμιμα
και εμπρόθεσμα
στο αντίδικο.
Επειδή
οι προτάσεις
μου αυτές
είναι νόμιμες,
βάσιμες και
αληθείς.
Επειδή
αρνούμαι και αποκρούω
τις προτάσεις,
ενστάσεις και
όλους εν γένει
τους
ισχυρισμούς
του εναγομένου
πλην αυτών που
αποτελούν
ομολογία και
με ωφελούν ως
απαράδεκτους,
αβάσιμους,
αναληθείς και
αναπόδεικτους.
Για τους
λόγους αυτούς
και με την ρητή
επιφύλαξη κάθε
δικαιώματος
μου
Ζητώ
Να
γίνει δεκτή η
υπό κρίση
αγωγή μου.
Να
καταδικασθεί η
αντίδικος στην
καταβολή της
δικαστικής μου
δαπάνης.
Θεσσαλονίκη
4.1.2010, Ο
πληρεξούσιος
του Ελλ.
Δημοσίου
Νικόλαος
Πρίτσινας, Δικαστικός
Αντιπρόσωπος
Ν.Σ.Κ.
2310 /
379346