ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Αριθ. Απόφασης: 3739 / 2003

Κείμενο Απόφασης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2002, με την εξής σύνθεση : Ι. Μαρή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Π. Πικραμμένος, Αθ. Ράντος, Σύμβουλοι, Β. Αραβαντινός, Ολ. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Βαϊδάνη.

Για να δικάσει την από 27 Δεκεμβρίου 2000 αίτηση :

του Ε. Σωματείου με την επωνυμία "ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Δ. αριθμός 5, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Κούσουλα (Α.Μ. 012585), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με την Ε. Καστανά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή το αιτούν Σωματείο επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Α3/Φ.61/54761/523/1.11.2000 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν ενεκρίθη αίτημά του για την παράταση ανασκαφικής έρευνας και 2) η υπ’ αριθμ. 32/θέμα 4ο/5.9.2000 γνωμοδότηση του Κ. Α. Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη προσβαλλομένη πράξη και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Αθ. Ράντου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος σωματείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθή το κατά νόμο παράβολο (ειδικό έντυπο παραβόλου αριθ. 2307838, σειρά Α΄). Δεν απαιτείται, όμως, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως, η καταβολή τελών (άρθρο 25 παρ. 2 και 6 του ν. 2873/2000, Α΄ 285). Συνεπώς, τα καταβληθέντα με το υπ’ αριθ. 1057379/01 διπλότυπο εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών τέλη πρέπει να επιστραφούν στο αιτούν ανεξαρτήτως της εκβάσεως της δίκης.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, το αιτούν σωματείο, το οποίο είχε διενεργήσει ανασκαφική έρευνα στο Σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής και στον Περδίκκα Πτολεμαΐδος, ζητεί παραδεκτώς την ακύρωση της υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Α3/Φ.61/54761/523/1.11.2000 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν ενεκρίθη αίτημά του για την παράταση της ερεύνης αυτής. Ζητεί, επίσης, την ακύρωση της υπ’ αριθ. 32/θέμα 4ο/5.9.2000 γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη προσβαλλομένη πράξη.

3. Επειδή η προσβαλλομένη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ., εντεταγμένη, κατά νόμο, στην διαδικασία εκδόσεως της επίσης προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, αποτελεί απλή γνωμοδότηση, στερούμενη εκτελεστότητος, συνεπώς δε απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινομένη αίτηση.

4. Επειδή, με το παραδεκτώς κατατεθέν από 29.11.2002 υπόμνημά του, ο Υπουργός Πολιτισμού προβάλλει ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση καταργήσεως της δίκης, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, για τον λόγο ότι το αίτημα παρατάσεως της ανασκαφικής ερεύνης είχε υποβληθή για συγκεκριμένη ανασκαφική περίοδο, η οποία είχε ήδη εκπνεύσει κατά τον χρόνο συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως, με συνέπεια να έχει λήξει η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθή, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν προβλέπεται στην εν προκειμένω εφαρμοζόμενη νομοθεσία ο συγκεκριμένος προσδιορισμός ανασκαφικής περιόδου με ορισμένη χρονική διάρκεια, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε το αίτημα του αιτούντος, που υπεβλήθη με τις από 7.10.1998, 20.5.1999 και 30.11.2000 αιτήσεις του, αφορούσε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλ’ αναγόταν στην δυνατότητα συνεχίσεως των ανασκαφών σε περιόδους ενδεικτικώς αναφερόμενες από αυτό, που θα προσδιορίζονταν τελικώς από την Διοίκηση, αλλ’ ούτε και η προσβαλλομένη πράξη αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίοδο, αλλά με αυτήν απορρίπτεται κατά τρόπο οριστικό το αίτημα. Συνεπώς, η προσβαλλομένη πράξη εξακολουθεί να ισχύει και η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της.

5. Επειδή, με το άρθρο 35 του κ.ν. 5351/1932 "Περί αρχαιοτήτων" (Α΄ 275), ορίζεται ότι "Ανασκαφές προς εύρεσιν αρχαίων ή εξερεύνησιν αρχαιολογικών τόπων ενεργεί το Υπουργείον της Παιδείας 1) διά παντός έχοντος τριετή αρχαιολογικήν υπηρεσίαν εφόρου αρχαιοτήτων, 2) διά παντός άλλου συγκεντρούντος τα αναγκαία εφόδια κατά απόφασιν του αρχαιολογικού συμβουλίου, λαμβανομένην διά πλειοψηφίας των 3/4 των παρόντων. Την άδειαν προς εκτέλεσιν ανασκαφών παρέχει το Υπουργείον Παιδείας μετ’ έγκρισιν του αρχαιολογικού συμβουλίου. Η γνωμάτευσις προκειμένου περί συνεχίσεως ανασκαφής περιττεύει εκτός εάν δι’ οιονδήποτε λόγον ο Υπουργός νομίση ότι πρέπει να ερωτηθή εκ νέου το Συμβούλιον" ενώ, με το άρθρο 36, ότι "Ελληνικά επιστημονικά καθιδρύματα, ιδία δε η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, δύνανται μετ’ άδειαν του Υπουργείου να εκτελώσιν ανασκαφάς, των διευθυντών αυτών λαμβανομένων κατά τα εν τω προηγουμένω άρθρω καθοριζόμενα". Εξ άλλου, με το άρθρο 1 του από 30.12.1927/21.1.1928 π.δ/τος "Περί τρόπου εκτελέσεως αρχαιολογικών ανασκαφών" (Α΄ 6), ορίζεται ότι "2) Αι δαπάνη της Αρχαιολογικής Εταιρείας γινόμεναι ανασκαφαί αποφασίζονται υπό του Συμβουλίου ταύτης, εκτελούνται δε μετ’ έγκρισιν του Αρχαιολογικού Συμβουλίου παρεχομένην τη αιτήσει της Αρχαιολογικής Εταιρείας υποβαλλομένη δι’ αναφοράς του Συμβουλίου ταύτης εις το Υπουργείον ένα μήνα τουλάχιστον προ του χρόνου της ενάρξεως της ανασκαφής. Εν τη αιτήσει πρέπει να δηλούται και ο μέλλων να διευθύνη την ανασκαφήν .... 4) Εις πάσαν αίτησιν προς εκτέλεσιν ανασκαφών ορίζεται η σημερινή θέσις και ο χώρος κατά προσέγγισιν, εν ω θα γίνη η ανασκαφή .... 7) Ο διευθύνων ανασκαφήν του δημοσίου ή της αρχαιολογικής Εταιρείας οφείλει, να αναφέρη τηλεγραφικώς εις το Υπουργείον παν σπουδαίον εύρημα άμα τη ανακαλύψει του, να αποστείλλη εις το τέλος εκάστης εβδομάδος έκθεσιν περί της πορείας της ανασκαφής και κατά δεκαπενθήμερον περίληψιν του υπ’ αυτού τηρουμένου ημερολογίου της ανασκαφής. Αδικαιολόγητος παράλειψις της εκτελέσεως των ανωτέρω διατάξεων έχει αναγκαίαν συνέπειαν την διακοπήν της ανασκαφής, και δύναται να προκαλέση την τιμωρίαν του υπευθύνου υπαλλήλου. Ο Διευθυντής του αρχαιολογικού τμήματος υποχρεούται να παρακολουθή την ακριβή τήρησιν της διατάξεως ταύτης. Μετά το πέρας της ανασκαφής του δημοσίου ή της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο διευθύνων ταύτην οφείλει να αποστέλλη εις το Υπουργείον ακριβές αντίγραφον του Ημερολογίου της ανασκαφής, εν ω πλην των αναγκαίων εις την εξαγωγήν επιστημονικών συμπερασμάτων λεπτομερών παρατηρήσεων αναγράφεται και ο αριθμός των καθ’ εκάστην ημέραν εργαζομένων εργατών. Τα ημερολόγια ταύτα φυλάσσονται εν ιδιαιτέρω αρχείω του αρχαιολογικού τμήματος, και δεν δύναται να γίνη χρήσις αυτών προς επιστημονικήν εκμετάλλευσιν υπό άλλου πλην του διευθύνοντος την ανασκαφήν, πριν γίνη η δημοσίευσις των αποτελεσμάτων της ανασκαφής, ή πριν παρέλθη τριετία από της εκτελέσεως της ανασκαφής. 8) ΄Απαξ τουλάχιστον κατ’ έτος οφείλει να γίνεται η κατά νόμον επιθεώρησις των εκτελουμένων ανασκαφών υπό ενός ή πλειόνων μελών του αρχαιολογικού Συμβουλίου αποστελλομένων προς τούτο διά διαταγής του Υπουργού. ... 17) Ο Διευθυντής της ανασκαφής του Δημοσίου οφείλει το βραδύτερον εντός τριών μηνών μετά το πέρας ταύτης ν’ αποστέλλη προς δημοσίευσιν εις το Αρχαιολογικόν Δελτίον βραχείαν έκθεσιν περί της πορείας και των πορισμάτων των ανασκαφών. Μετά της εκθέσεως ταύτης δύνανται να δημοσιεύωνται και τα σχεδιαγράμματα και εικόνες της ανασκαφής και των σπουδαιοτέρων ευρημάτων. Ομοίαν υποχρέωσιν έχει και ο διευθύνων ανασκαφήν της Αρχαιολογικής Εταιρείας, αλλ’ η δημοσίευσις γίνεται εν τη Αρχ. Εφημερίδα και τοις Πρακτικοίς της Αρχαιολογικής Εταιρείας. 18) Αν ο διευθύνων ανασκαφήν του δημοσίου ή της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν δημοσιεύση τα αποτελέσματα της ανασκαφής το βραδύτερον εντός τριετίας από της αποπερατώσεως ταύτης, δύναται κατ’ απόφασιν του αρχαιολογικού Συμβουλίου ν’ απολέση το δικαίωμα της εκτελέσεως άλλης ανασκαφής. ...".

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, το αιτούν σωματείο διενεργούσε ανασκαφικές έρευνες στο σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής και σε σπήλαια της Δυτικής Μακεδονίας από μακρού χρόνου, η συνέχιση δε των ερευνών αυτών ενεκρίνετο εκάστοτε με αλλεπάλληλες υπουργικές αποφάσεις, από του έτους 1974 μέχρι και την 10.3.1982 (υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ./Α/Φ.41/12803/1181/20.4.1974, ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ./Α/Φ.15/45992/5290/1.10.1976, ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ./Α/Φ.15/ 41544/5806/28.9.1977, ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ./Α1/Φ.16/33650/2327π.ε./18.4.1979 και 1459/10.3.1982 αποφάσεις Υπουργού Πολιτισμού). Εν τω μεταξύ, με την από 8.4.1981 σύμβαση μεταξύ του αιτούντος και του Ε.Ο.Τ., ιδιοκτήτου του χώρου του σπηλαίου Πετραλώνων και των πέριξ χώρων, η έκταση αυτή παραχωρήθηκε κατά χρήση στο αιτούν για αόριστο χρόνο Την 13.5.1983, ο Ε.Ο.Τ. κατήγγειλε την σύμβαση, η καταγγελία όμως αυτή κρίθηκε αμετακλήτως (υπ’ αριθ. 1632/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου) ανίσχυρη, ως καταχρηστική, ο δε Ε.Ο.Τ., στον οποίο είχε εν τω μεταξύ αποδοθή η χρήση του χώρου, υποχρεώθηκε με νέα τελεσίδικη δικαστική απόφαση (υπ’ αριθ. 3798/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών) να παραδώσει εκ νέου στο αιτούν την χρήση. Οι μετά ταύτα εκδοθείσες υπ’ αριθ. πρωτ. ΑΡΧ/Α3/12629/208/16.5.1997 και ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α3/ 12804/343/19.5.1997 πράξεις του Υπουργού Πολιτισμού, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, απαγορεύθηκε η πρόσβαση των μελών της αιτούσης στην περιοχή του σπηλαίου, ακυρώθηκαν με την υπ’ αριθ. 2129/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν όψει των περιστατικών αυτών, το έτος 1983 δεν ενεκρίθη η συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών του αιτούντος, στο Σπήλαιο Πετραλώνων, ανάλογα δε αιτήματα απερρίφθησαν και κατά τα έτη 1984 και 1988. Μετά την ευνοϊκή για το αιτούν τροπή της υποθέσεως ως προς το ζήτημα της χρήσεως του χώρου κατόπιν των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, το σωματείο υπέβαλε το έτος 1996 νέα αίτηση για ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο Πετραλώνων και ολόκληρη την λεκάνη Πτολεμαΐδος, το σχετικό όμως αίτημα απερρίφθη εκ νέου με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α3/Φ.61/35832/483/17.7.1996 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε ως μη νόμιμη με την υπ’ αριθ. 1103/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή έγινε, ειδικότερα, δεκτό ότι μη νομίμως η Διοίκηση αντιμετώπισε το αίτημα ως εάν αυτό είχε το πρώτον τότε υποβληθή και αφορούσε έναρξη ανασκαφής, ενώ αυτό αφορούσε συνέχιση ανασκαφών, τις οποίες, κατά την απόφαση, το σωματείο από μακρού επιτυχώς διεξήγε και τις οποίες είχε ανυπαιτίως, συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς της Διοικήσεως, αναγκασθή να διακόψει. Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο περαιτέρω έκρινε ότι, μετά την υποβολή του αιτήματος, η Διοίκηση ώφειλε να αναζητήσει τον φάκελο των προηγουμένων ανασκαφών και, εάν αυτός ήταν ατελής, να ζητήσει την συμπλήρωσή του, δεν μπορούσε όμως νομίμως να απορρίψη το αίτημα χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τις προηγούμενες ανασκαφές. Εν τω μεταξύ, δυνάμει της μεταγενέστερης ειδικής διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 13 του ν.

2557/1997 (Α΄ 271), είχε διαταχθή, με την υπ’ αριθ.

ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ.45/15813/948/2.4.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Πολιτισμού, η απόδοση της χρήσεως του χώρου του σπηλαίου Πετραλώνων από τον Ε.Ο.Τ. στο Υπουργείο Πολιτισμού, με την υπ’ αριθ. όμως 3576/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τα εκ της συμβάσεως μεταξύ του Ε.Ο.Τ. και του σωματείου δικαιώματα του τελευταίου επί του χώρου. Το αιτούν, με τις υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ 1729/8.10.1998 (Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας) και 23891/21.5.1999 αιτήσεις του, η δεύτερη από τις οποίες υπεβλήθη μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1103/1999 ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, εζήτησε την συνέχιση των ανασκαφών στο σπήλαιο Πετραλώνων και τον Περδίκκα Πτολεμαΐδος, επί του αιτήματος όμως αυτού, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε, με το υπ’ αριθ. πρωτ. Εμπ. 60/4.10.1999 έγγραφό της, αρνητικώς, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η χορήγηση της αδείας θα προδίκαζε την έκβαση της εκκρεμούς, τότε, στο Συμβούλιο της Επικρατείας δίκης για την απόδοση του χώρου του σπηλαίου Πετραλώνων από τον Ε.Ο.Τ. στο ΥΠ.ΠΟ. . Επίσης το Κ.Α.Σ., με την συμπροσβαλλομένη γνωμοδότησή του, απεφάνθη υπέρ της μη αποδοχής του αιτήματος, με την αιτιολογία ότι "κατά τις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους δεν τηρήθηκαν οι εκ του νόμου προβλεπόμενες υποχρεώσεις προς την αρμόδια αρχή, ήτοι η παράδοση ημερολογίων ανασκαφής, φωτογραφιών, σχεδίων κλπ.", την αιτιολογία δε αυτή υιοθέτησε ο Υπουργός Πολιτισμού με την προσβαλλομένη απόφασή του.

7. Επειδή, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση, η αιτιολογία αυτή δεν είναι νόμιμη. Δεν διευκρινίζεται, ειδικότερα, σε ποίες περιόδους ανάγεται η αποδιδόμενη από την Διοίκηση στο αιτούν μη τήρηση των νομίμων υποχρεώσεών του, δεδομένου, μάλιστα, ότι κατά τα έτη 1974 έως 1982, που όντως διεξάγονταν ανασκαφές από το αιτούν, ο Υπουργός Πολιτισμού, με πράξεις του, το κύρος των οποίων δεν μπορεί να αμφισβητηθή ή να ερευνηθή παρεμπιπτόντως κατά την παρούσα δίκη, ανανέωνε την σχετική άδεια, δεχόμενος, με τον τρόπο αυτό, ότι το σωματείο τηρούσε, κατά τις αντίστοιχες περιόδους, όλες τις κατά νόμο υποχρεώσεις του, μεταξύ των οποίων, επομένως, και τις μνημονευόμενες στην προσβαλλομένη πράξη. Εξ άλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το σωματείο κατά τα έτη 1983 έως 1985 δεν διενήργησε ανασκαφές στις επίμαχες περιοχές εφ’ όσον η Διοίκηση είχε αρνηθή να του ανανεώσει την σχετική άδεια, ενώ το 1985 απεβλήθη, κατόπιν της καταγγελίας από τον Ε.Ο.Τ. της μεταξύ τους συμβάσεως, από τον χώρο, στον οποίο επανεγκαταστάθηκε μόλις το 1996, οπότε, όμως, η Διοίκηση, με την ακυρωθείσα με την υπ’ αριθ. 1103/ 1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας πράξη της, του αρνήθηκε εκ νέου την άδεια διενεργείας ανασκαφών. Συνεπώς, για τις ανωτέρω περιόδους, δεν τίθεται ζήτημα μη τηρήσεως των κατά νόμο υποχρεώσεων του σωματείου ως ανασκαφέως είτε διότι η Διοίκηση συνομολόγησε την τήρησή τους εγκρίνοντας την συνέχιση των ανασκαφών είτε διότι δεν διενεργούνταν από το αιτούν ανασκαφές. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει τους, τεκμηριωμένως εν τούτοις προταθέντες με τις προς αυτήν αλλεπάλληλες αιτήσεις του, και κατ’ αρχήν επιβεβαιούμενους από μεταγενέστερες διοικητικές έρευνες, ισχυρισμούς του αιτούντος σωματείου ότι τα κατά νόμο στοιχεία για τις ανασκαφές είχαν κανονικώς τηρηθή και υποβληθή, απωλέσθησαν όμως υπαιτιότητι της Διοικήσεως κατά τον χρόνο αποβολής του σωματείου από τις εγκαταστάσεις του σπηλαίου Πετραλώνων. Εξ άλλου, μη νομίμως η Διοίκηση συνεξετίμησε, μεταξύ άλλων, και την υπάρχουσα τότε εκκρεμοδικία, προεχόντως διότι η εκκρεμούσα δίκη είχε μεν ως διαδίκους το αιτούν σωματείο και το Δημόσιο και αφορούσε το σπήλαιο Πετραλώνων, κατ’ ουδένα όμως τρόπο σχετιζόταν με το επιτρεπτό της συνεχίσεως της ανασκαφικής ερεύνης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθή η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση. Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ.

32/θέμα 4ο/5.9.2000 γνωμοδοτήσεως του Κ.Α.Σ.

Δέχεται την αίτηση κατά τα λοιπά.

Ακυρώνει την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Α3/Φ.61/54761/ 523/1.11.2000 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την επιστροφή των τελών και του παραβόλου.

Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2002

 

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας

Ι. Μαρή Ειρ. Βαϊδάνη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 22 Δεκεμβρίου 2003. Ο Πρόεδρος του Ε' Τμήματος Η Γραμματέας του Ε' Τμήματος

Κ. Μενουδάκος Γ. Σακελλαρίου

 

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ