ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΟΣ ΘΟΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΚΡΑΝΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ ΓΙΟΥΡΩΝ - ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ (Β. ΑΙΓΑΙΟ)
Νίκος Α. Πουλιανός
Ιστορικό ανακάλυψης
Κατά τις ανασκαφές που πραγματοποίησε ο 'Έφορος Αρχαιοτήτων Δρ. Αδαμάντιος Σάμψων του σπηλαίου Κύκλωπα στα ακατοίκητα Γιούρα (Β. Αιγαίου), το καλοκαίρι του 1995, βρέθηκε ένας θόλος (calva) ανθρώπινου κρανίου. Τα οστά του, ανακαλύφθηκαν προς το τέλος της ανασκαφικής περιόδου, στις 20-7-1995, σφηνωμένα κάτω από ένα ογκώδη βράχο, στην ανατολική παρειά της τομής Γ, του τετραγώνου 2, στη στρώση 21 και σε βάθος 3,3 μέτρα από το δάπεδο του σπηλαίου. Εξ αιτίας της ανακάλυψης αυτής και παρά τις μεγάλες δυσκολίες μίας παρατεταμένης ανασκαφής σε ακατοίκητο νησί, κρίθηκε επιβεβλημένη η συνέχιση των ερευνών. Αυτό, αφενός για να εξαχθούν τμηματικά, κάτω από τις περιστάσεις (ιδίως όσον αφορά το βάθος και τη θέση ανεύρεσης), τα οστά του κρανιακού θόλου και αφετέρου για να ανασκαφεί και να κοσκινιστεί όλο το χώμα με τις πέτρες που το περιέβαλε, σε μία ακτίνα τουλάχιστο 1 μέτρο κάτω από το βράχο. Το αποτέλεσμα της έρευνας έδειξε ότι το εύρημα δεν συνοδευόταν από τα υπόλοιπα οστά του σκελετού, καθώς δεν βρέθηκε ούτε καν ένα μικρό ανθρώπινο οστό ή δόντι στο κόσκινο (Σάμψων 1995). Πρόκειται λοιπόν για ένα μεμονωμένο εύρημα.
Αρχαιολογικά δεδομένα
Οι ανασκαφές του Α. Σάμψων στο σπήλαιο Κύκλωπα των Γιούρων άρχισαν το 1992 και οι έρευνες έδειξαν ότι η προϊστορική χρήση του ήταν κυρίως αυτή του εποχιακού ψαρέματος. Με βάση τα ευρήματα της συχνά ιδιόμορφης (ντόπιας) αγγειοπλαστικής και εργαλειοτεχνίας που ανακαλύφθηκαν στα διάφορα αρχαιολογικά στρώματα, αποδείχθηκε ότι αυτή η εποχιακή χρήση ήταν διαδεδομένη σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής και του τέλους της Μεσολιθικής εποχής. Κατάλοιπα κατοικίδιων ζώων (αιγοπροβάτων, χοίρων), αλλά και διάφορων πτηνών έδειξαν ότι η δίαιτα των προϊστορικών ψαράδων του Β. Αιγαίου εμπλουτιζόταν από σημαντική ποικιλία πρωτεϊνών (Σάμψων 1995, 1996).
Αρχαιομετρική χρονολόγηση του ευρήματος
Οστά ζώων προερχόμενα από υπερκείμενες (~1 μ.) στρώσεις χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του Άνθρακα-14 στο εργαστήριο αρχαιομετρίας του "Δημόκριτου" και έδειξαν την ηλικία των 10.000 ετών πριν από σήμερα (Μανιάτης 1996). Συνεπώς το εν λόγω εύρημα είναι αρχαιότερο, αλλά όχι περισσότερο από 500-1000 χρόνια, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα (Σάμψων 1996). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το υπό μελέτη τμήμα του κρανιακού θόλου αποτελεί το παλαιότερο ανθρώπινο οστό που βρέθηκε μέχρι σήμερα, γεγονός που επιβάλλει την εκτενέστερη δυνατή ανάλυση και μελέτη του.
· Από αυτές τις γραμμές επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμά τον Δρ. Α. Σάμψων για την ευγενή παραχώρηση προς μελέτη του παλαιοανθρωπολογικού ευρήματος των Γούρων.
Κατάσταση διατήρησης των οστών του κρανιακού θόλου
Τα οστά μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και φυλάσσονται στην Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων νήσων, όπου άρχισε στις 2-1-1996 η συντήρηση και η μελέτη τους από τον γράφοντα. Διαπιστώθηκε ότι η εξαγωγή τους κατά την ανασκαφή έγινε σε εννέα τμήματα, τα οποία, παρόλο που συρρικνώθηκαν λίγο ανομοιόμορφα, έγινε δυνατό να συγκολληθούν και να αποκατασταθεί σχεδόν πλήρως η αρχική κατάσταση ανεύρεσής τους. Δέκα περίπου μικρά τεμάχια οστών (βάρους 2-3 γραμμαρίων) διαφυλάχθηκαν, χωρίς να συγκολληθούν και να συντηρηθούν, για εργαστηριακές αναλύσεις.
Η αποκατάσταση έδειξε ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο ανθρώπινο κρανιακό θόλο που αποτελείται από μέρος των βρεγματικών οστών, τα οποία έρχονται σε επαφή με τμήματα του μετωπιαίου και του ινιακού οστού. Από τα βρεγματικά οστά σώζεται το μεγαλύτερο μέρος τους, ενώ λείπουν οι μαστοειδείς και σφηνοειδείς γωνίες. Αντίθετα, το μετωπιαίο οστό σώζεται μόνο έως (σχεδόν) το μετώπιο και το ινιακό έως (σχεδόν) το ινίο (βλ. φωτ. 1-4).
Ο σωζόμενος θόλος από την εσωτερική (ελλειψοειδή) του όψη (βάθους έως 80 χλστ.) παρουσιάζει τα σπασμένα χείλη των οστών του σε ένα σχεδόν ισοϋψές επίπεδο. Είναι φανερό ότι το σπάσιμό τους είναι παλαιό, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα πιο άσπρου χρώματος πρόσφατα σημεία συγκόλλησης των τμημάτων του θόλου. Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν γύρω από τον κρανιακό θόλο άλλα ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα δείχνει ότι ο υπόλοιπος σκελετός προφανώς απωλέστηκε κατά το απώτερο παρελθόν.
Φύλο και ηλικία θανής
Η λεπτή κατασκευή των οστών, το μικρό σχετικά πλάτος του κρανίου (βλ. πίνακα 1) και τα αναπτυγμένα βρεγματικά ογκώματα υποδηλώνουν ότι ο θόλος ανήκε πιθανότατα σε γυναίκα. Η ηλικία θανής, με βάση το βαθμό της εξάλειψης και σύμφυσης των ραφών (κατά Olivier, 1969), υπολογίζεται σε 65-70 χρόνια.
Κρανιομετρικά και κρανιοσκοπικά γνωρίσματα
Επειδή από όλο τον ανθρώπινο σκελετό έχει διασωθεί μόνο ο θόλος του κρανίου, οι μετρήσεις και παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν είναι κατ' ανάγκη περιορισμένες αντίστοιχα. Έτσι, η μόνη περιφερειακή εξωτερική μέτρηση που διασώζεται είναι αυτή του μέγιστου πλάτους του κρανίου, η οποία ανέρχεται στα 136 χλστ (βλ. Πίνακα 1). Αντίθετα, ελλείψει των οστών του μεσόφρυου, η μέτρηση του μήκους του κρανίου (μεσόφρυο - οπισθοκράνιο) δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ακρίβεια. Το σωζόμενο μήκος ανάμεσα στα σπασμένα τμήματα του μετωπιαίου και του ινιακού οστού ανέρχεται στα 186 χλστ. Το μήκος αυτό αντιστοιχεί περίπου στην απόσταση μετώπιου - ινίου, η οποία, από τη μορφολογία και τις κλίσεις των οστών, δείχνει να ήταν η ίδια (186 χλστ.) ή το πολύ 1-2 χλστ. μεγαλύτερη, δηλαδή δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 188 χλστ. Το ίδιο ισχύει και για το μήκος του σωζόμενου μετώπιου - οπισθοκράνιου, που ανέρχεται στα 181 χλστ. και το πολύ να έφτανε τα 183 χλστ. Το γεγονός ότι στη βιβλιογραφία η μέτρηση του μήκους του κρανίου από το μετώπιο (Martin 1c) απαντάται πολύ σπάνια, δυσκολεύει τις σχετικές συγκρίσεις. Είναι όμως δυνατό να γίνει προσεγγιστικά ένας έμμεσος υπολογισμός του μήκους του κρανίου με βάση τα εξής:
Η απόσταση ανάμεσα στα κρανιομετρικά σημεία μετώπιο - ινίο και μετώπιο - οπισθοκράνιο (ιδίως στα μεσολιθικά κρανία) είναι σπάνια μεγαλύτερη από το ίδιο το μήκος του κρανίου, αλλά και πάλι όχι πάνω από 2-3 χλστ. Σε αυτή την ακραία περίπτωση το μήκος του κρανίου θα προσέγγιζε το ανώτατο όριο των 190 χλστ. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι το μήκος του κρανίου δεν μπορεί να ξεπερνούσε τα 188 χλστ., αλλά και ότι δεν μπορεί να ήταν μικρότερο από 181 χλστ., με μία μέση τιμή τα 185 χλστ., η οποία αντιστοιχεί περίπου στην σωζόμενη απόσταση μετωπιαίου-ινίου. Κατά συνέπεια, ο κρανιακός δείκτης κυμαίνεται από 71.5 (για τα 190 χλστ.) και 75.1 (για τα 181 χλστ.), με μία μέση τιμή 73.3. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή επικρατεί το γνώρισμα της δολιχοκρανίας, καθόσον οι τιμές του κρανιακού δείκτη κυμαίνονται ανάμεσα στα γνωστά για τη δολιχοκρανία όρια.
Η γενική μορφολογία της κάτοψης του θόλου προσεγγίζει περισσότερο το πενταγωνοειδές (κατά Sergi) σχήμα, ενώ, πέρα από τη λεπτή κατασκευή των οστών, αξιοσημείωτη είναι η εκλέπτυνση όλου του ανάγλυφου του κρανίου, με 1 βαθμό ανάπτυξης (κατά Brocca) του ινιακού τρήματος. Σε γενικές γραμμές και δεδομένου του γεωγραφικού χώρου ανεύρεσης, η εντύπωση που δίνει το ελλιπές αυτό εύρημα είναι η επικράτηση των χαρακτηριστικών του μεσογειακού (παραλιακού, θαλασσινού, αιγαιακού, κατά Α. Πουλιανό, 1988) ανθρωπολογικού τύπου της ευρωπαϊκής φυλής, έναντι των χαρακτηριστικών του ηπειρωτικού (continental ή στεριανού) ευρωπαϊκού τύπου.
Σύγκριση και συζήτηση
Με βάση τα πάρα πάνω μετρικά και μορφολογικά γνωρίσματα ακολουθεί μία συγκριτική μελέτη του ευρήματος των Γιούρων. Η έλλειψη όμως κρανιομετρικών βιβλιογραφικών δεδομένων γυναικείων μεσολιθικών κρανίων από τη Βαλκανική, υπαγορεύει την αναζήτηση και σύγκριση με αντίστοιχα κρανία από τον ευρύτερο περιμεσογειακό χώρο.
Σύμφωνα με την Ferembach (1974α) όσον αφορά τη Δυτική Μεσόγειο, στη Ν. Γαλλία και Ισπανία, σαν συνέχεια των άνω-παλαιολιθικών πληθυσμών, εμφανίζεται ο "πρωτομεσογειακός" ανθρωπολογικός τύπος σε συνύπαρξη με τους ύστερο-κρομανιονοειδείς της Β. και Α. Γαλλίας, ενώ στην Ιταλία επιδρούν και τα χαρακτηριστικά του κεντροευρωπαϊκού τύπου του Obercassel. Για αμεσότερη σύγκριση παραθέτουμε τις αντίστοιχες μετρήσεις (Ferembach, 1974b) του γυναικείου "πρωτομεσογειακού" κρανίου, με το πιο εκλεπτυσμένο ανάγλυφο, της Ν. Γαλλίας από το Monclus, οι οποίες πλησιάζουν περισσότερο αυτές των Γιούρων.
Οι μεσογειακές ακτές της Β. Αφρικής (Taforalt, Afalou, βλ. Ferembach, 1962) και της Μ. Ανατολής επηρεάζονται από ορισμένα νεγροειδή χαρακτηριστικά, όχι όμως τόσο έντονα όπως αυτά που συναντάμε στις αφρικανικές μεσολιθικές θέσεις του Σουδάν (Greene & Armelagos 1972) και της Κένυα (Leaky 1935).
Αρκετά βορειότερα στο Βολόσκι της Κριμαίας βρέθηκαν ενταφιασμένοι εννέα μεσολιθικοί σκελετοί και κρανία, μίας ομάδας με ιδιαίτερη ανθρωπολογική σύνθεση. Παρόλο που το ένα από αυτά παρουσιάζει και κάποια μογγολοειδή χαρακτηριστικά, στο σύνολό τους κατατάχθηκαν από τον Debetz (1955) σε δύο ανθρωπολογικούς τύπους της ευρωπαϊκής φυλής : α) τον τύπο του ύστερου Κρο-Μανιόν επηρεασμένο από ορισμένα αφρικανικά χαρακτηριστικά (χαμαικογχία, ελαφρύ προγναθισμό, σχετική ευρυρρινία, αρκετά έντονη δολιχοκρανία) και β) τον "πρωτομεσογειακό" τύπο (υψικογχία, ορθογναθισμό, στενορρινία, μέση δολιχοκρανία). Στον τελευταίο τύπο κυρίως ανήκουν (μαζί με τρία ανδρικά) τρία γυναικεία κρανία, οι μετρήσεις των οποίων (μέσοι όροι) πλησιάζουν περισσότερο αυτές των Γιούρων. 'Έτσι, τα δύο μεσολιθικά συγκριτικά παραδείγματα του Πίνακα 1 ισχυροποιούν τις εκτιμήσεις μας, ότι δηλαδή ο κρανιακός θόλος από το σπήλαιο του Κύκλωπα ανήκει στον μεσογειακό - αιγαιακό ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος εκτός από το να είναι το αρχαιότερο ανθρωπολογικό εύρημα του Αιγαίου, ίσως είναι και το αρχαιότερο “πρωτομεσογειακό” της Ευρώπης.
Σχετικά με τις αφρικανικές επιρροές στο Βολόσκι, οι οποίες σημειωτέον εξέλειπαν σε κατοπινές νεολιθικές εποχές στην Κριμαία, ο Debetz (1955) τις αποδίδει σε κάποια μετανάστευση νέγρικου στοιχείου προς βορά, ο οποίος προηγούμενα αποχαρακτηρίστηκε αρκετά από την επαφή του με τους μεσολιθικούς κατοίκους της Μέσης Ανατολής και προς τους οποίους θεωρεί (ο Debetz) ότι μοιάζει περισσότερο η ομάδα του Βολόσκι. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τις "πρωτομεσογειακές" επιρροές στην Κριμαία, μαζί με άλλες περιοχές, το εύρημα των Γιούρων υποδηλώνει εξίσου ή και ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα αυτές να προέρχονται από το Β. Αιγαίο.
Στο σημείο αυτό και σχετικά με τα πάρα πάνω αξίζει να αναφερθεί το γεγονός της διαχρονικής αλληλεπίδρασης των ανθρωπολογικών τύπων της Ευρώπης, τόσο ανάμεσά τους, όσο και με αυτούς των άλλων Ηπείρων, ιδίως στα σημεία της οριακής επαφής και εξάπλωσής τους. Φαίνεται, ότι η διεργασία αυτή συντελείται κυρίως κατά τη διάρκεια των ευνοϊκών παλαιοκλιματολογικών συνθηκών και ανάγεται τουλάχιστο στην Κατώτερη Παλαιολιθική εποχή (Ν. Πουλιανός, 1995).
Από την ηπειρωτική Ελλάδα άλλα τρία μεσολιθικά ανθρώπινα οστεολογικά κατάλοιπα προέρχονται από τα σπήλαια της Φράγχθης Αργολίδας (Jacobsen, 1969), του Κοκκινοβουνίου Αττικής (Α. Πουλιανός, 1974) και της Θεόπετρας Μετεώρων (Στραβοπόδη και λοιποί 1994).
Το εύρημα της Αττικής (8.700 ετών) προσφέρει λίγες πληροφορίες, καθόσον αποτελείται μόνο από ένα ινιακό οστό, που όμως λόγω των μεγάλων του διαστάσεων προδηλώνει περισσότερο τον ηπειρωτικό τύπο. Αυτό της Αργολίδας (9.500 ετών), που αντίθετα αποτελείται από έναν ολόκληρο σχεδόν ανδρικό σκελετό, πιο εύκολα διαπιστώνεται ότι ανήκει στον ηπειρωτικό τύπο, ενώ συγκριτικά παρουσιάζει και αρκετές ομοιότητες με τα άνω-παλαιολιθικά κρανία του Κρο-Μανιόν και του Πρζέντμοστ (βλ. Α. Πουλιανό, 1974, 1988).
Στη Θεόπετρα βρέθηκαν το 1990/1 τα υπολείμματα δύο σκελετών. Ο πρώτος είναι ένας γυναικείος μεσολιθικός σκελετός (7.500-8.500 ετών), ενώ ο δεύτερος είναι ένας ανδρικός άνω-παλαιολιθικός (14.500 ετών), του οποίου διασώθηκε δυστυχώς μόνο ο κρανιακός του θόλος. Καθόσον δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα τα κρανιομετρικά τους δεδομένα, θα περιοριστούμε σε παρατηρήσεις επί των φωτογραφιών που παρουσίασαν οι Στραβοπόδη και λοιποί (1994).
Το άνω-παλαιολιθικό κρανίο εμφανίζεται να είναι πολύ πιο χοντροκόκαλο και πιο πρωτόγονης μορφολογίας σε σχέση με το μεσολιθικό. Το γεγονός αυτό ίσως δείχνει ότι, εξ αιτίας των κλιματολογικών αλλαγών του τέλους του 'Άνω Πλειστόκαινου (~12.000 ετών), οι εξελικτικές διαδικασίες είχαν ένα ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, οι αναλογίες και η γενική μορφολογία του μεσολιθικού κρανίου υποδεικνύουν την κατάταξή του πάλι στον ηπειρωτικό (και μάλιστα στον "πρωτοσαρακατσάνικο") τύπο.
Με βάση τους μεσολιθικούς σκελετούς (κυρίως της Θεσσαλίας και της Αργολίδας) και την ανθρωπολογική σύνθεση των σύγχρονων πληθυσμών είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι η γεωγραφική εξάπλωση του ηπειρωτικού τύπου καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της στεριανής Ελλάδας, αλλά και πιθανότατα όλης της Ν. Βαλκανικής. Η παράλληλη εμφάνιση του αιγαιακού τύπου ήδη από τη Μεσολιθική εποχή επιφέρει μαζί με την εκλέπτυνση των οστών τη σταδιακή απώθηση του ηπειρωτικού τύπου προς το εσωτερικό, καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο τα παράλια. Η διαχρονική εγκατάσταση, διάδοση και επικράτηση του αιγαιακού τύπου στα περισσότερα νησιά και παράλια διακρίνεται όλο και πιο έντονα σε κατοπινές εποχές. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το γυναικείο κρανίο της υστερομινωϊκής Κρήτης που ανακάλυψε ο Στ. Αλεξίου και που μελέτησε ο Α. Πουλιανός (1967). Σε σύγκριση με αυτό των Γιούρων είναι προφανές ότι είναι πιο διογκωμένο στη βρεγματική και στην ινιακή χώρα (Πίνακας 1), γεγονός αρκετά αναμενόμενο εξ' αιτίας των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στα μεσολιθικά και στα πιο σύγχρονα κρανία. Από την άλλη πλευρά όμως η εκλέπτυνση των οστών και του ανάγλυφου του κρανίου, καθώς και οι παρόμοιες υπόλοιπες μετρήσεις δείχνουν ένα βαθμό μεγάλης διαχρονικά ανθρωπολογικής συγγένειας του αιγαιακού τύπου.
'Έτσι, τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα ανθρωπολογικά δεδομένα της Ν. Βαλκανικής και του ευρύτερου περιμεσογειακού χώρου δείχνουν όλο και περισσότερο ότι όχι μόνο οι ρίζες της αυτοτελούς ενότητας του ηπειρωτικού τύπου, αλλά και αυτές του αιγαιακού ανάγονται στην 'Άνω Παλαιολιθική εποχή. Η εξιχνίαση μελλοντικά αυτού του παλαιοανθρωπολογικού προβλήματος θα αποδώσει προφανώς και τις περισσότερες επιστημονικές απαντήσεις. Γι' αυτό, ο κρανιακός θόλος από το σπήλαιο Κύκλωπα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα τόσο για την ελληνική παλαιοανθρωπολογία όσο και γενικότερα την ελληνική προϊστορία.
Παλαιοοπαθολογικές και εθνοαρχαιολογικές παρατηρήσεις
Το βρεγματικό οστό, προς τη στεφανιαία και οβελιαία ραφή, εμφανίζει σημεία ελαφράς οστεοπόρωσης, αρκετά αναμενόμενης για την προχωρημένη ηλικία θανής των 65-70 ετών. Μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα εγκάρσιο "βάθεμα" του άνω μετωπιαίου οστού, το οποίο υπάρχει παράλληλα και μπροστά από τη στεφανιαία ραφή. Το βάθεμα αυτό, προκλήθηκε πιθανότατα από κάποιο είδος φασκιώματος κατά την βρεφική ηλικία του ατόμου, συνήθεια που υπήρχε η υποψία ότι ανάγεται σε πολύ παλαιούς χρόνους, αλλά που για πρώτη φορά, από όσο μας είναι γνωστό, επισημαίνεται στη Μεσολιθική εποχή.
Στο σημείο αυτό, ένας εύλογος προβληματισμός που επίσης μπορεί να τεθεί, κυρίως εξ αιτίας του φύλου και του τόπου ανεύρεσης του κρανίου, έχει σχέση με τη δυνατότητα συμμετοχής των μεσολιθικών γυναικών στο ψάρεμα της ανοιχτής θάλασσας, μία ακόμη συνήθεια που ίσως από τότε σώζεται σχεδόν μέχρι σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους.
Μία άλλη παρατήρηση επικεντρώνεται στο γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί ποτέ κατά τη Μεσολιθική εποχή άτομο τόσο προχωρημένης ηλικίας. Η ηλικία αυτή κυμαίνεται συνήθως ανάμεσα στα 20-40 χρόνια και σπάνια φτάνει τα 55 χρόνια για τις γυναίκες και τα 60 για τους άνδρες. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι οι ψαράδες του Αιγαίου ήδη πριν από 10-11.000 χρόνια έφταναν και σε αρκετά πιο προχωρημένες, σε σχέση με άλλες περιοχές, ηλικίες γήρανσης. Το γεγονός αυτό πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη ποικιλία της εμπλουτισμένης σε πρωτεΐνες τροφής, στο συγκριτικά πιο ήπιο κλίμα και γενικότερα στο ασφαλέστερο (πιο γαλήνιο) νησιωτικό περιβάλλον της εποχής. Κατά συνέπεια οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ο μεγαλύτερος χρόνος ζωής είναι πολύ πιθανό να επηρέαζε ευεργετικά τις τεχνικές του ψαρέματος και τις γνώσεις της πρώτης ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο.
Συμπεράσματα
Το τμήμα του μεσολιθικού (10-11.000 ετών) ανθρώπινου κρανιακού θόλου που βρέθηκε στο σπήλαιο Κύκλωπα των Γιούρων Αλοννήσου, ανήκε πιθανότητα σε γυναίκα, ηλικίας 65-70 ετών και σε έναν πληθυσμό με ορισμένα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά στην περιοχή του Αιγαίου.
Ειδικά, από ανθρωπολογικής - εθνογενετικής πλευράς είναι δυνατόν να διατυπωθεί η άποψη ότι με το εύρημα των Γιούρων διαπιστώνεται για πρώτη φορά η ύπαρξη του αιγαιακού - "πρωτομεσογειακού" ευρωπαϊκού ανθρωπολογικού τύπου στο Αιγαίο (και ίσως στην Ευρώπη) και ότι η διαφοροποίησή του από τον ηπειρωτικό τύπο είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από τη Μεσολιθική εποχή.