Ολοένα και πιο συχνά καταγγέλλεται τα τελευταία χρόνια η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Καθένας ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει καταθέτει τις απόψεις του. Εξ αντικειμένου η Α.Ε.Ε. εστιάζει περισσότερο σε καταγγελίες που αφορούν τα πολιτισμικά αγαθά. Υπενθυμίζεται ότι από αυτά εξαρτώνται όλα τα υπόλοιπα, το χρήμα έρχεται μετά, ως υπηρέτης (ως μέσον) των ανθρώπων και όχι ανάποδα. Δυστυχώς είναι ακόμα σχετικά λίγοι εκείνοι που αποφασίζουν να δράσουν με υπομονή και επιμονή, μια και συχνά υπερισχύει η απογοήτευση. Έως ότου αυξηθεί ο αριθμός των αποφασισμένων για δράση, ας θυμηθούμε τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη: «αραία, αραία, για να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα».
Πολλοί αποδίδουν την κακοδαιμονία που μας δέρνει στη Ρωμαιοκρατία, την Τουρκοκρατία, την καταστροφή της Μικράς Ασίας, τη γερμανική κατοχή και τον παρεπόμενο «Εμφύλιο», την κατοχή του 1/3 της Κύπρου… Για όλα αυτά μπορεί να συμφωνήσει κανείς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Εκείνο όμως που ενίοτε παραβλέπουμε είναι σε τι φταίμε εμείς οι ίδιοι. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι σε πολλά φταίνε οι ξένοι, όταν δεν αντιλαμβάνονται ότι τα πρωταρχικά ανθρώπινα συμφέροντα είναι να προασπίζονται τα ελληνικά, υπό τις διαχρονικές έννοιες της ελληνικής παιδείας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης, παραμένει το ερώτημα: εμείς τι κάνουμε;
Ανεξάρτητα από τις κομματικές τοποθετήσεις του καθενός δεν μπορεί παρά να συμφωνούμε στα πιο βασικά. Π.χ. κάθε Έλληνας θεωρεί ένα από τα μέγιστα καθήκοντά του να υπερασπίζεται με κάθε μέσον τον Παρθενώνα του Χρυσού Αιώνα, σαν σύμβολο των παραπάνω αξιών, πέρα δηλαδή από την καλλιτεχνική και ιστορική του αξία. (Τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από την εκμετάλλευσή του - κυρίως για λόγους συντήρησης - είναι ένα δευτερεύον αγαθό). Ανάλογα ζητήματα δεν μπορεί να εναπόκεινται μονάχα σε λίγους κρατικούς λειτουργούς, την ώρα που είναι γνωστό τοις πάσοι ότι άλλοτε μεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, άλλοτε δυστυχώς υποκύπτουν σε ανθελληνικές προσταγές και κελεύσματα. Δεν ενδιαφέρει εάν με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν επίορκα να διατηρηθούν στη θέση που η Πολιτεία τους εμπιστεύθηκε ή να βγάλουν και αυτοί το «κάτι τις». Γεγονός είναι ότι οι νόμοι που προστατεύουν τα πολιτισμικά αγαθά πάσχουν (βλ. προηγούμενη «Κάθε 1η του μηνός») και σε αυτό μεγάλη ευθύνη φέρουν αρκετοί «εθνοπατέρες». Συχνά δεν υπάρχει καμμία διαφορά από τότε που πριν 150 χρόνια η Βουλή ψήφιζε νόμους που συνοδεύονταν με την επωδό: «ή όπως άλλως ορίσει ο κ. Υπουργός...».
Έως ότου καταφέρουμε να φτιάξουμε αποτελεσματικούς νόμους προστασίας, χωρίς επαίσχυντα παραθυράκια και παραλείψεις, τόσο για τα χειροπιαστά πολιτισμικά αγαθά (μνημεία, κινητά και ακίνητα), όσο και τα άυλα (γλώσσα, έθιμα), ένα από τα εργαλεία που υπάρχει στη διάθεσή μας είναι οι καταγγελίες, οι προσφυγές, καθώς και η δική μας παραπέρα δραστηριοποίηση.
1. Ανεξάρτητα από την αγανάκτηση που ενδεχομένως αισθάνονται οι καταγγέλλοντες πρέπει να αποφεύγεται πάσει θυσία η εμφύτευση προσβλητικών (πόσο μάλλον υβριστικών) εκφράσεων. Με τη χρήση τους κινδυνεύει η προσφυγή να πέσει στο κενό, ως δικαιολογία μη απάντησης σε ανάρμοστη καταγγελία κλπ. Συμβουλή: γράψετε αρχικά όπως αισθάνεστε και μετά «συμμαζέψτε» το κείμενο, ακόμα καλύτερα εάν οι καταγγελίες συνοδεύονται από τις διατάξεις των νόμων που παραβιάζονται.
2. Κάθε καταγγελία πρέπει να είναι ολιγόλογη, σε εύληπτη γλώσσα και ει δυνατόν για ένα μόνο θέμα. Διαφορετικά δίνεται η δυνατότητα στους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν αισθάνονται την υποχρέωση απάντησης που έχουν βάσει του Ν. 1943/91 (παρ. 7 και 8 του άρθρου, 5, όπως τροποποιήθηκε από το 2ο άρθρο, παρ. 2 του Ν. 2690/99 – Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας), να τοποθετούνται επιλεκτικά και να υπεκφεύγουν όταν δεν ελέγχονται. Σε περίπτωση που εμπλέκονται αρκετά συναφή ζητήματα, είναι πάλι φρονιμότερο να αναφέρεται μόνο το κυριότερο θέμα. Εάν ο αρμόδιος δημόσιος λειτουργός είναι ευσυνείδητος αφ’ εαυτού αντιλαμβάνεται την έκταση των καταγγελλομένων.
Για παράδειγμα:
Α) Καταστρέφεται ένα μνημείο στην οδό τάδε, εξαιτίας οικοδομικής δραστηριότητας γειτονικού οικοπέδου. Υπάρχει ένα θέμα ξεκάθαρο και σαφές, για το οποίο πρέπει να επιληφθεί κάποια κρατική αρχή.
Β)
Καταστρέφεται το προαναφερόμενο μνημείο ταυτόχρονα και από έλλειψη συντήρησης ή
αδιαφορίας με την εναπόθεση σκουπιδιών κλπ. Τότε επιλέγεται η πιο σημαντική
καταστροφική ενέργεια προς καταγγελία και αναμένεται η εξέλιξη επί του
ζητήματος (βλ. 2ο στάδιο).
3. Με την υποβολή ενός εγγράφου προς οποιαδήποτε δημόσια αρχή (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Τ.Α.), υπάρχει από τον παραπάνω νόμο το μέγιστο χρονικό περιθώριο ενός διμήνου για να δίνονται απαντήσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι υποθέσεις που άπτονται περισσότερων της μιας κρατικής υπηρεσίας. Τότε το χρονικό περιθώριο αυξάνεται στο εξάμηνο.
Προσοχή στο να κατατίθενται οι καταγγελίες, αλλά και τα όποια αιτήματα, στις κατεξοχήν αρμόδιες υπηρεσίες. Ο νόμος βέβαια ορίζει ότι εάν ο πολίτης καταθέσει σε λάθος υπηρεσία ένα έγγραφο, τότε αυτό διαβιβάζεται με ευθύνη του δημοσίου υπαλλήλου που το παρέλαβε στην αρμόδια υπηρεσία. Απλά χάνεται ενδεχομένως πολύτιμος χρόνος, καθώς το μέγιστο περιθώριο απάντησης ανέρχεται ξανά στο εξάμηνο.
1. Η Υπηρεσία απαντά και επιλαμβάνεται ικανοποιητικά ως προς το υποβληθέν ζήτημα. Ευτυχής κατάληξη των σχετικών ενεργειών.
2. Η Υπηρεσία δεν απαντά εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή δίνεται μια παραπλανητική απάντηση (δηλ. όχι ως προς το ζητούμενο θέμα). Σε αυτή την περίπτωση γίνεται καταγγελία στην ανεξάρτητη αρχή του Συνήγορου του Πολίτη (http://www.synigoros.gr) ή/και στο Σώμα Ελεγκτών και Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης. Οι υπάλληλοι αυτών των υπηρεσιών είναι συνήθως ευσυνείδητοι και εάν διαπιστώσουν ότι πράγματι δεν δόθηκε η απάντηση που ορίζει ο νόμος, αφενός διερευνούν επί της ουσίας το γιατί, και αφετέρου επιβάλλουν κυρώσεις στους υπαλλήλους που παρανομούν (επίπληξη, προσφυγή στην εισαγγελία), ανάλογα δηλαδή με την βαρύτητα του παραπτώματος του δημόσιου λειτουργού που συνδέεται με την καταγγελία.
Προσοχή: Η καταγγελλόμενη υπόθεση σε ανεξάρτητη αρχή δεν πρέπει να εκδικάζεται, γιατί διαφορετικά απορρίπτεται η εξέτασή της.
3. Μετά από τα παραπάνω, αυτεπάγγελτα ο προϊστάμενος των υπαλλήλων που παρανόμησαν πρέπει να διατάξει ΕΔΕ ή/και την προσωρινή απομάκρυνση από τα καθήκοντά τους, με σχετική κοινοποίηση των ενεργειών στους καταγγέλλοντες.
Επισημαίνεται ότι ο προαναφερόμενος νόμος δεν «πιάνει» υπουργούς και υφυπουργούς. Ιεραρχικά αφορά τους γενικούς γραμματείς υπουργείων και κάτω. Προβλέπει επίσης χρηματικά πρόστιμα στους υπαλλήλους (τόσο υπουργείων, όσο και των ΟΤΑ – έως και νομάρχες, δημάρχους), που παράνομα δεν απαντούν, αν και για το σχετικό έλεγχο επιλαμβάνονται συνάδελφοί τους υπάλληλοι του υπουργείου εσωτερικών. Έτσι συνήθως συμβαίνει: «κόρακας κοράκου μάτι να μη βγάζει». Τότε η δικαστική προσφυγή είναι η μόνη δυνατότητα συνέτισης.
Καμμία από τις προαναφερόμενες ενέργειες δεν αποδίδουν ικανοποιητικά. Ανάλογα από τη σοβαρότητα του ζητήματος, γίνεται προσφυγή στην εισαγγελία για τα περαιτέρω.
Εξυπακούεται ότι σε όλες τις προηγούμενες φάσεις μπορεί να γίνει παράλληλα ενημέρωση των ΜΜΕ. Αυτά ενδέχεται να προχωρήσουν σε δημοσιογραφική έρευνα και δημοσίευση, που μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των καταγγελλομένων ζητημάτων. Το μεγαλύτερο αντίστοιχο πρόβλημα σχετίζεται με την απροθυμία τους να επανέρχονται στα διερευνούμενα θέματα, αλλά και να τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους. Επίσης κάποιες φορές τα ΜΜΕ όχι μόνο αδιαφορούν, αλλά και παραποιούν διαστρεβλώνοντας την εικόνα της όλης κατάστασης. Αυτό συμβαίνει όταν συνδέονται με τους καταγγελλόμενους κατά κάποιο τρόπο (π.χ. είναι έμμεσα διαπλεκόμενοι, άμεσα χρηματιζόμενοι κλπ).
Η όλη διαδικασία μπορεί να κρατήσει χρόνια ή/και 10ετίες, όπως έχει συμβεί σε πολλές καταγγελίες της Α.Ε.Ε. Ορισμένες από αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί τόσο μέσω της ιστοσελίδας της, όσο κι αλλού. Για τις υπόλοιπες θα γίνει διεξοδικά λόγος σε ευθετότερο χρόνο. Άλλες πάλι, ελλείψει διαθέσιμων μελών, καθώς είναι όλα επιφορτισμένα με πολλές υποχρεώσεις, δεν έχουν προχωρήσει παραπέρα. Από αυτές τις γραμμές καλούνται όσοι μπορούν να αναλάβουν κάποια από τα καταγγελλόμενα, διαθέτοντας από τον προσωπικό τους χρόνο, είτε με αντίστοιχες προσφυγές, είτε αποστέλλοντας ενυπόγραφες επιστολές διαμαρτυρίας.
Ενεργώντας με κάποιον από τους
παραπάνω τρόπους υπάρχει η ελπίδα να μη μείνει αναπάντητο το ερώτημα που μπήκε
έμμεσα από την αρχή: Ως πότε είμαστε διατεθειμένοι να ανεχόμαστε την καταστροφή
των πολιτισμικών μας μνημείων;