ΕΝΑΣ «ΚΡΟΚΟΣ» ΕΙΝ’ Η ΖΩΗ
ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΕΧΕΙ ΣΤΟΧΟ
(Το πρώτο κεφάλιαο, σελ. 6-12, από το βιβλίο «Ανατροπές», που έγραψε η Δάφνη Πουλιανού για τη ζωή και το έργο του ανθρωπολόγου συζύγου της, βλ. εξώφυλλο)
Στα μικράτα μας (διηγείται ο Άρης) έρχονταν στον Εύδηλο (Ικαρίας) συνέχεια χιώτικες τράτες και ψαρεύανε. Ρίχνανε σάκο, ένα δίχτυ σαν τεράστια απόχη, βαθειά μες στη θάλασσα, σχεδόν ένα μίλι ανοιχτά, από το Ξερόριακο μέχρι πέρα τα Σπάσματα. Το λιμάνι δεν είχε γίνει ακόμα κι ο χώρος ήταν λεύτερος να τραβήξουν οι ψαράδες το σάκο, να «’ρτει όξω» αυτή η απόχη που μάζευε τα πάντα στο διάβα της, καμμιά φορά ακόμα και φώκιες που γάβγιζαν σαν σκύλοι. Οι ψαράδες έριχναν στη θάλασσα το σάκο, που τον συγκρατούσαν δύο μεγάλα παλαμάρια περασμένα στα «όκια» της τράτας. Όταν ερχόταν η ώρα να «καλλάρουν» το μεγάλο δίχτυ προς τη στεριά, ο καπετάνιος έδινε σήμα και το ψαροκάικο αγκυροβολούσε κοντά στο γιαλό, ίσα με δέκα οργιές από τον αφρό. Αφού πέταγαν τις άκριες των παλαμαριών στην παραλία, από την πλώρη το ΄να κι απ’ την πρύμνη το άλλο, έπιαναν δουλειά στην αμμουδιά.
Βασικό εργαλείο για το «καλλάρισμα» ο «κρόκος», μια μικρή θηλιά, απ’ όπου προεξείχε επιπλέον ένα κομμάτι σκοινί, στο τέρμα του οποίου είχε δεμένο ένα φελλό. Ζώνανε τον κρόκο σταυρωτά, πάνω από τον έναν ώμο και κάτω από την άλλη μασχάλη. Έπειτα τον κούμπωναν στο στήθος, τυλίγοντας στο παλαμάρι την άκρη με το φελλό. Μετά, οι ψαράδες γύριζαν πρόσωπο στη στεριά κι άρχιζαν να τραβούν αργά-αργά το σάκο προς τα έξω, με συρτά μικρά βήματα. Ο καπετάνιος, μια τους επέβλεπε στο γιαλό και μια χτυπούσε ρυθμικά πάνω στην κουπαστή το ξύλινο διάκι της τράτας (το αφαιρούμενο οριζόντιο τμήμα του τιμονιού) ώστε να τρομάζουν τα ψάρια από το θόρυβο και να μαζεύονται πιο βαθειά μέσα στο τεράστιο δίχτυ.
Η κάθε τράτα είχε περίπου 10-12 ψαράδες. Μοιράζονταν μισοί – μισοί στα δύο παλαμάρια, που έφταναν τα 5-10 μέτρα μήκος απλωμένα κάθετα πάνω στην παραλία. Όπως τραβούσαν τα παλαμάρια της απόχης με τη βοήθεια των κρόκων, δύο από τους ψαράδες κάθονταν σταυροπόδι και μάζευαν σε κουλούρα τα μπόσικα. Μόλις ένας έφτανε κοντά τους, ξεθηλύκωνε τον κρόκο από το παλαμάρι κι έφευγε προς την άλλη άκρη, αυτή που ήταν μέσα στη θάλασσα. Από ’κεί άρχιζε να ξανατραβάει κρόκο μέχρι να φθάσει πάλι στο τέλος σ’ εκείνον που το ’κανε κουλούρα. Έγερναν το σώμα προς τα εμπρός, έπαιρναν όλοι μαζί ένα πάσο κι έτσι σιγά-σιγά ερχόταν προς τα έξω ο σάκος από τα ανοιχτά, μέχρι που τελικά ακουμπούσε στην τράτα. Κατόπιν τον ανέβαζαν στο κατάστρωμα για τη διαλογή των ψαριών. Διαφορετικά, όταν η ψαριά ήταν ασήκωτη, αναγκάζονταν να σύρουν ολόκληρο το σάκο στο γιαλό.
Ψαράδες που «καλλάρουνε κρόκο»
Όση
ώρα τραβούσαν κρόκο έλεγαν και κανένα αστείο, πείραζαν ο ένας τον άλλο, πως
δεν τραβάει με δύναμη κι εκεί πλεκόταν το κουτσομπολιό: «Πού έβγαλες τη νύχτα
σου απόψε, ρε Μιχαλιό; Ήταν σπίτι η μάνα της; Ο ’χων νους και τον παρά.» (Ο
έχων νου, έχει και παρά - Σαν έκφραση συνηθίζεται και για τα στοιχήματα).
Οι πιο πολλοί ψαράδες ήταν από το Λιθί ή το Βροντάδο της Χίου και πουλούσαν
τα ψάρια τους στον Εύδηλο. Όσα περίσσευαν τα διέθεταν στα γύρω χωριά, που
τα κουβαλούσαν σε πανέρι πάνω στο κεφάλι ή σήκωναν ένα βαρύ, δυο μαζί. Άμα
είχε καλή ψαριά αηδονούσαν οι πλαγιές και οι ρεματιές από τις φωνές τους.
Πήγαιναν και σε καμμιά χήρα λίγα ψάρια να τα τηγανίσει, διαφορετικά να τους
δώσει λίγο λάδι με αντάλλαγμα κανένα ψάρι.
Τα πληρώματα στις τράτες δεν ήταν ποτέ αρκετά, γι’ αυτό «μίσθωναν» ντόπια πιτσιρίκια που τα «έζευαν» στους κρόκους. Είχαν εφεδρικά ζευγάρια και τα μοίραζαν στα μικράκια που πλάκωναν από τους γύρω μαχαλάδες.
Ήταν το πρώτο μου επάγγελμα σε ηλικία 5-6 χρονών. Τραβάγαμε τα παλαμάρια με τον κρόκο 2-3 ώρες, ωσότου νάρθει έξω ο σάκος. Εμείς παίρναμε τ’ «αποδιαλόγια», δηλαδή τα σκάρτα ψάρια, συνήθως μικρές καφετιές-μαύρες «καλογριές», που τ’ αρπάζαμε στον αέρα καθώς τα πέταγε ο διαλογέας στα βότσαλα. Μαζεύαμε κάμποσες καλογριές κι έβγαινε καμμιά τηγανιά την κάθε φορά. Ήταν κοπιαστικό, γιατί ήμασταν μικρά, γυμνά μέχρι τα μπούτια, ξυπόλυτα και τα παντελονάκια μας πάντα βρεμμένα. Όμως φιλότιμα, μπαίναμε στη σειρά και τραβάγαμε κρόκο. Κανένας δεν προσπαθούσε να ξεφύγει από τη σειρά του και ν’ αφήσει το σκοινί για τον επόμενο. Ίσα-ίσα βάζαμε τα δυνατά μας, ποιος θα τραβήξει κρόκο πιο πολύ από τον άλλο, για να δείξει τη δύναμή του. Κι εμείς ανταμειβόμασταν ανάλογα, και με καλογριές και μ' επαίνους απ’ τη γιαγιά που «φέρναμε φαΐ» στο σπίτι.
Έτσι, όσο πιο πολύ κρόκο τραβάς στη ζωή, τόσο πιο πολύ ανταμείβεσαι. Ένας κρόκος είναι η ζωή του ανθρώπου, από τα μικράτα του μέχρι «να σωθεί το λάδι του».
Ο Άρης πέντε χρονών το 1929
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αντί
για εισαγωγή ξεκινάω τη βιογραφία του Άρη Ν. Πουλιανού, με την παραπάνω διήγηση
- περιγραφή από τα παιδικά του χρόνια. Με συνεπήρε αμέσως και με συγκίνησε
από την πρώτη φορά που την άκουσα. Εξάλλου έτσι ένιωσα όλα τα χρόνια κοντά
του, ότι δηλαδή στη ζωή του πάντα τραβούσε ένα κρόκο. Και τώρα
στα 80 του τον ίδιο κρόκο τραβάει παλληκαρίσια κι ας του στέκονται εμπόδιο
κάποιοι σπουδαιοφανείς, που μάταια προσπαθούν να κλέψουν λίγη από τη δόξα
και τη λεβεντιά του Άρη.
Μια και θ’ ασχοληθούμε με τη ζωή ενός ανθρωπολόγου, θα πάμε πίσω στις ρίζες του, με παρόμοιο τρόπο που κι εκείνος ερευνά τις απαρχές του ανθρώπινου γένους. Ο ανθρωπολόγος βέβαια φτάνει κάμποσα εκατομμύρια χρόνια πριν. Εμείς θα πάμε πίσω μερικούς μόνο αιώνες, ξετυλίγοντας το γενεαλογικό του δέντρο. Θα εξερευνήσουμε το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και ανδρώθηκε, αυτό που τον επηρέασε στα πρώτα του βήματα. Περπατώντας μαζί το μονοπάτι της ζωής του, θα κάνουμε κοινό μας κτήμα το τεράστιο επιστημονικό του έργο, που τίμησε την Ελλάδα και την ανέβασε ακόμα περισσότερο.
Για τον Άρη έχω ακούσει πολλές αφηγήσεις από φίλους, συνεργάτες, αλλά και
συγγενείς, όπως τον Δημήτρη και τον Αλέξη Πουλιανό, από τους γονείς του, αλλά
και από τον ίδιο. Έτσι, δεν είναι λίγα αυτά που έχω να εξιστορήσω, μαζί βέβαια
και με όσα έχω «τραβήξει» μισό αιώνα κοντά του. Ήμουνα
δίπλα του σ’ όλες τις στιγμές της ζωής του. Με τις ιατρικές μου γνώσεις, τον
βοηθούσα στην καταγραφή των επιστημονικών δεδομένων κατά τη διάρκεια των ανθρωπομετρικών
ερευνών. Συμμετείχα ενεργά στις ανασκαφές και σχεδόν πάντα πήγαινα μαζί του
στα διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Συζητούσε μαζί μου ώρες ολόκληρες για τα
ευρήματά του, τις ανακαλύψεις και τα νέα του επιστημονικά συμπεράσματα. Αφουγκραζόμουν
τις ανησυχίες, τα όνειρά του. Μοιραζόμουν μαζί του τις επιτυχίες των ανακοινώσεων
που έχει παρουσιάσει στα συνέδρια σ' όλα τα μέρη του κόσμου, αλλά ενίοτε και
τα ξεσπάσματά του μετά από έντονη, κοπιαστική εργασία. Διάβαζα τα χειρόγραφά
του και μου έδινε απαντήσεις στις απορίες μου. Με τη συζήτηση τον βοηθούσα
έμμεσα να επεξεργαστεί καλύτερα το θέμα. Με τη σειρά μου, του έλεγα κάποιες
μακεδονίτικες λέξεις και υιοθετούσε αυτές στις οποίες εύρισκε ενδιαφέρον.
Π.χ. το «σβηστό» μάγουλο του προσώπου για την περιγραφή του αντίστοιχου ανθρωπολογικού
γνωρίσματος (βλ. «Σαρακατσάνοι», Α. Ν. Πουλιανός 1993, σελ. 32).
Κρατούσα
σημειώσεις όταν ανακοίνωνε κάτι καινούριο, πρωτότυπο. Ταυτόχρονα προσπαθούσα
να αμβλύνω τις εντυπώσεις, όταν στις ομιλίες καυτηρίαζε τους «άσπονδους φίλους»
τού καθηγητικού κατεστημένου ή εκείνους που προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο.
Σε μια ομιλία του στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, στη φράση «οι καθηγητές στέκονται
εμπόδιο στις έρευνές μου», «μερικοί καθηγητές» τού ψιθύρισα από τη θέση μου.
Τότε προσθέτει από το μικρόφωνο: «η κ. Πουλιανού με διορθώνει, πράγματι μερικοί
μόνο είναι οι πολέμιοι του έργου μου, γιατί συνεργάζομαι και με πολλούς καθηγητές
Παν/μίων από την Ελλάδα και το εξωτερικό».
Σε
μια άλλη ομιλία του στα Τρίκαλα τον είχε συνεπάρει το θέμα, ήταν μοναδικός,
κι εγώ σε ένα σημειωματάριο που κρατούσα έγραψα: «ποίημα η ομιλία σου αυτή»... Τώρα μελετά συχνά τα νέα του ευρήματα μαζί με τον γιο μας Νίκο Πουλιανό, που
έγινε και αυτός ανθρωπολόγος. Γοητευμένος από τις μελέτες τού πατέρα του και
γενικότερα την επιστημονική έρευνα, δεν μ' άκουσε όταν σαν μάνα τον συμβούλευα
να γίνει γιατρός, με εξασφαλισμένη εργασία και θέση σε μεγάλο νοσοκομείο της
Αθήνας, για να μην υποφέρει στη ζωή σαν τον πατέρα του. Τον κέρδισε όμως η
επιστημονική έρευνα, η Ανθρωπολογία. Είναι το αντικείμενο που του άρεσε από
μικρός. Έτσι, μέρος της διήγησης για τον Άρη, αφορά και το γιο.
Θα
μιλήσω για τα παιδικά του χρόνια, για την Ικαρία εκείνης της εποχής. Θα σταθώ
στις ανησυχίες της νιότης του και στις μεγάλες αποφάσεις από την εποχή της
ιταλογερμανικής Κατοχής. Στις σπουδές και στον αγώνα κατά την παραμονή του
στις Η.Π.Α., κι όταν μετά πήρε μέρος στον «Εμφύλιο» ενάντια στους νέους κατακτητές
αγγλοαμερικάνους, για μια καλύτερη, λεύτερη και ανεξάρτητη Ελλάδα. Θα ασχοληθώ
και με το επιστημονικό του έργο, που είναι τεράστιο και ασύλληπτο. Εδώ έσκυψε
με ζήλο και σκληρή εργασία. Έχει εκδώσει 5 ανθρωπολογικά βιβλία, 13 τόμους
του επιστημονικού περιοδικού «Άνθρωπος» και δημοσιεύσει πάνω από 150 εργασίες.
Δεν
προωθήθηκε όμως το έργο του. Εσκεμμένα; Μερικοί αντίπαλοι καθηγητές Παν/μίου,
μη ανθρωπολόγοι, δίνουν μάχη εναντίον του Πουλιανού και τις νέες επιστημονικές
θέσεις του. Ο Άρης υπήρξε στη ζωή του επαναστάτης, αγωνιστής σ' όλα του τα
βήματα. Τη μεγαλύτερη βέβαια επανάσταση έκανε στην επιστήμη της Ανθρωπολογίας.
Ανήσυχο πνεύμα. Μελετάει σε βάθος κι άλλους κλάδους, που τον βοήθησαν στη
λύση των ανθρωπολογικών θεμάτων. Άνθρωπος με πλατειά μόρφωση. Ακόμα και τώρα
αντιμετωπίζει τους μισθοφόρους λεγεωνάριους, αφού το χρήμα είναι ο μόνος θεός
τους και όχι η προώθηση της γνώσης. Έτσι τραβάει ο Πουλιανός την ανηφόρα.
Το
βιβλίο αυτό είναι το πρώτο που κυκλοφορεί για τη μυθιστορηματική ζωή του μεγάλου
Έλληνα επιστήμονα Δ-ρα Άρη Ν. Πουλιανού, παρά τις αντιρρήσεις που διετύπωσε
όταν έμαθε για τη συγγραφή του. Πολύ πιθανό να κυκλοφορήσουν κι άλλα, ίσως
από ακόμα πιο αμερόληπτους συγγραφείς. Ωστόσο πολλά από τα στοιχεία που παρατίθενται
εδώ για πρώτη φορά, ήταν δυσεύρετα, αν όχι αδύνατον να συγκεντρωθούν διαφορετικά.
Τα δεδομένα αυτά συνεισφέρουν, πιστεύω, σημαντικά στους μελλοντικούς μελετητές
του έργου του. Ούτως ή άλλως εδώ είναι μια κατάθεση ψυχής.
Παράκληση
προς τον καλόπιστο αναγνώστη να ληφθεί υπόψη ότι αν τα χρόνια που αφιερώθηκαν
για τη συγγραφή του βιβλίου, είχαν χρησιμοποιηθεί για την άσκηση του ιατρικού
επαγγέλματος, θα απέφεραν πολλαπλάσια έσοδα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη κυκλοφοριακή
επιτυχία, που τα περισσότερα από αυτά (τα χρήματα) ανέκαθεν αναλώνονταν για τους σκοπούς
της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος.
Επ’
ευκαιρία διάφορων γεγονότων, ένα μέρος του κειμένου καταπιάνεται επίσης με
εθνογραφικές αναφορές των ελληνικών λαϊκών παραδόσεων, που σιγά –
σιγά χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Περισσότερο στέκομαι στα ήθη και τα έθιμα της
Ικαρίας.
Έδωσα
στη βιογραφία του Άρη Πουλιανού ένα ύφος, που θεωρώ ότι διευκολύνει την ανάγνωση
με πιο ανάλαφρο τρόπο από την ξερή ημερολογιακή παράθεση γεγονότων. Αυτό το
στοιχείο ελαττώνεται κάπως στο τελευταίο κεφάλαιο. Κυρίως ό,τι αφορά τα τελευταία
30 περίπου χρόνια, τα οποία αντιστοιχούν στην περίοδο που η κοινωνία μας στενάζει
από μια «εξευρωπαϊσμένη» φάση άκρατου ατομικισμού και προσωπικών συμφερόντων.
Οι αντίπαλοι του Πουλιανού οργανώνονται στο μέγιστο της συκοφαντικής τους
εκστρατείας, παραπέμποντάς τον σε εκατοντάδες δίκες και μόνο για λόγους άμυνας
ανταπαντά. Π.χ. τον Μάιο του 2006 είχε πέντε Δικαστήρια, στις 3, 4, 18, 26
και 30 του μηνός και άλλα τρία τον Ιούνιο (7, 14 και 30). Συνήθως δικαιώνεται
ήδη από τον πρώτο βαθμό. Αναπόφευκτα τα γεγονότα που περιγράφονται γι' αυτή
την 30ετία είναι πιο συμπυκνωμένα, χωρίς όμως να χάνεται, νομίζω, η ουσία
και το μέγεθος της τεράστιας προσφοράς ενός από τους μεγαλύτερους επιστήμονες
που υπήρξαν ποτέ.
Τύχη,
αλλά και ατυχία μαζί, που εργάστηκε από τη μια για το πιο ένδοξο έθνος του
κόσμου, κι από την άλλη έζησε κατά τη διάρκεια μιας από τις χειρότερες στιγμές
του, των έντεχνα χαμένων ευκαιριών, με απώλειες δυστυχώς για όλη την ανθρωπότητα...
Δεν
παύει βέβαια να αισιοδοξεί και να εμπνέει μ' αυτή την αισιοδοξία του.
Ικαρία
– Μακεδονία – Αθήνα, 23 Ιουλίου 2006